σταφυλή

From LSJ
Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλή Medium diacritics: σταφυλή Low diacritics: σταφυλή Capitals: ΣΤΑΦΥΛΗ
Transliteration A: staphylḗ Transliteration B: staphylē Transliteration C: stafyli Beta Code: stafulh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bunch of grapes, σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561; ἡμερὶς ἡβώωσα τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Od.5.69, cf. 7.121; σταφυλαὶ παντοῖαι 24.343, cf. Pl.Lg.844e, Apoc.14.18; Πυρναίαις σ. Theoc.1.46; of ripe, fresh grapes, opp. ὄμφαξ on the one hand, and σταφίς on the other, AP5.303: collectively in sg., PPetr.3p.60 (iii B.C.), PCair.Zen.300.14 (iii B.C.), POxy.116.18 (ii A.D.), etc.    2 σ. ἀγρία,= μήλωθρον 1, Thphr.HP3.18.11, Plin.HN23.21.    II uvula when swollen at the end so as to resemble a grape on the stalk, Hp. Prog.23, Nicopho 28, Arist.HA493a3; of the uvula generally, Archig. ap.Gal.12.969,974; inflammation of the uvula, IG42(1).126.30 (Epid, ii A.D.), Gal.7.731 (pl.).    III parox. σταφύλη, plummet of a level, ἵπποι . . σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses equal in height even by the level, matched to a nicety, Il.2.765, cf. Call.Fr.159, Hsch., EM742.44.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, 1) die Weintraube; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν, Il. 18, 561; ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσιν, Od. 5, 69, vgl. 24, 343; Plat. Legg. VIII, 844 c u. sonst. Auch der Weinstock. – 2) der angeschwollene Zapfen im Munde, wenn er mit dem untrn Ende wie eine Weinbeere am Stiele vorsteht, Arist. H. A. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

σταφῠλή: ἡ, βότρυς, «τσάμπουρο», «σταφύλι», σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴν Ἰλ. Σ. 561· ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Ὀδ. Ε. 69, πρβλ. Η. 121· σταφυλαὶ παντοῖαι Ω. 343, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 11· πυρραίαις στ. Θεόκρ. 1. 46· ἐπὶ ὡρίμων, προσφάτων σταφυλῶν, ἀντίθετον τῷ ὄμφαξ καὶ τῷ σταφίς, Ἀνθ. Π. 5. 304. ΙΙ. ἡ πρὸ τοῦ φάρυγγος κατὰ τὸν λαιμὸν σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, uvula, ὅταν κατὰ τὸ ἄκρον οὕτως οἰδαίνηται ὥστε νὰ ὁμοιάζῃ πρὸς σταφυλὴν κρεμαμένην ἐκ τῆς κληματίδος, Ἱππ. Προγν. 45, Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. Foës Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. κατάρροος. ΙΙΙ. παροξ. σταφύλη, στάθμη ἢ κανὼν μολύβδινος δεικνύων τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, τὸ «μολύβι» τῆς στάθμης, ἵπποι .. σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐίσας, κατὰ τὸ ὕψος ἴσας μέχρι τοῦ ἐπιπέδου τοῦ κανόνος, Ἰλ. Β. 765· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 159, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 742. 44.