κοῦφος
English (LSJ)
η, ον,
A light, nimble, Hom. only in neut. pl. as Adv., κοῦφα ποσὶ προβιβάς stepping lightly on, Il.13.158, cf. Hes.Sc.323; κοῦφα βιβῶν Pi.O.14.16; κ. ποσὶν ἄγ' ἐς κύκλον Ar.Th.954 (lyr.); also κούφοις ποσί Pi.O.13.114; κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar.Ra.1353; πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers.305; κ. ἐξᾶραι πόδα S.Ant.224; κ. ἅλμα E.El.439 (lyr.); κ. αἴρειν βῆμα Id.Tr.343; οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος LXX Ec.9.11: metaph., κουφότεραι . . ἀπειράτων φρένες too buoyant, Pi.O. 8.61. 2 metaph., easy, light, τελεῖν . . κούφαν κτίσιν to make achievement easy, ib.13.83; κ. εἰ δοίης τέλος A.Th.260; κ. νύξ an easier night, of a sick person, Jul.Mis.342a (Comp.); περίπατος Sor.1.46; τὸ ὅσιον ἅπαν κ. ἔργον OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.); of government, light, κουφοτέραν βασιλείαν less oppressive, Isoc.9.51; ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν X.Cyr.8.2.22; of an antagonist, easy-going, κουφότατος ἦν κρατήσας Id.Ages.11.12; δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Men.Per.Fr.1. 3 unsubstantial, airy, vain, τὸ νέον . . κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC1230 (lyr.); οὐδὲν ἄλλο πλὴν . . κούφην σκιάν Id.Aj. 126; ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Th.2.51; κ. καὶ πτηνοὶ λόγοι Pl.Lg.717c; κ. πρᾶγμα a trifle, ib.935a; κ. γράμματα a small letter, E.IT594; of persons, = κουφόνους, Hdn.5.7.1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ levity, Paus.5.21.14, cf. Hdn.7.8.6. 4 light in point of weight, opp. βαρύς, Pl. Phlb.14d, R.438c (Comp.), etc.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι may earth lie lightly on thee, E.Alc.462 (lyr.), cf. Hel.853; κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι IG14.1942.4; κούφη σεῖο γαῖ' ὀστέα κεύθοι ib.329 (Himera); κ. πνεύματα light airs, S.Aj.558; ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Men.538.3; τὸ κουφότατον . . τῶν κακῶν . . πενία Id.Kith.Fr.2. b Medic. in various uses, σικύαι κοῦφαι dry cuppings, Philum. ap. Orib.45.29.17, cf. Sor.2.11, etc.; also κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ on the surface, Philum.Ven.7.3; μὴν κ. the eighth month of pregnancy, Sor.1.56; of food, easy to digest, light, Arist.EN1141b18, etc. c of troops, light-armed, οἱ κ. τῶν στρατιωτῶν Hell.Oxy.6.4; ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις X. Mem.3.5.27; κούφη στρατιά Plu.Fab.11; τὰ κ. τῆς δυνάμεως Plb.10.25.2. d of ships, lightly-laden, Th.6.37, 8.27. 5 light, slight, ἁμαρτήματα Pl.Lg.863c; κουφότερα γυμνάσια, opp. ἀναγκαῖα, Arist. Pol.1338b40; κ. ἐργασίαι ib.1321a25. 6 empty, κεράμια Gp.7.24.2, cf. PLond.5.1656.6 (iv A. D.), PFlor.314.8(v. A. D.): hence as Subst., κοῦφον (sc. κεράμιον), τό, jar, in pl., POxy.1631.16 (iii A. D.), PFay. 133.6 (iv A. D.), PStrassb.1.10 (vi A. D.). 7 Act., relieving, assisting, χερὶ κούφᾳ Pi.P.9.11: prob. to be taken in this sense in Theoc. 11.3. II Adv. -φως lightly, nimbly, κ. ὀροῦσαι A.Eu.112; κ. ἐσκευασμένοι, of soldiers, Th.4.33; ὡπλισμένοι X.Mem.3.5.26, etc.; κ. ἔχειν to be relieved, Arist.Pr.873a16. 2 metaph., lightly, with light heart, κουφότερον μετεφώνεε Od.8.201; κ. νοῆσαι Sapph.Supp. 5.14; κ. φέρειν, opp. δεινῶς φ., E.Med.449, 1018; ὡς κουφότατα φέρειν Hdt.1.35; διάγουσα κούφως doing well, of a patient, Hp.Epid.1.26.δ. 3 lightly, with ease, A.Pr.701.
Greek (Liddell-Scott)
κοῦφος: -η, -ον, ἐλαφρός, εὐκίνητος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κοῦφα ποσὶ προβιβάς, προβαίνων ἐλαφρῶς, Ἰλ. Ν. 158, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 323· οὕτω, κοῦφα βιβῶν Πινδ. Ο. 14. 25· χωρεῖν κ. ποσὶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 954· οὕτω καὶ κούφοις ποσὶ Πινδ. Ο. 13. 164, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1353· πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· κ. ἐξᾶραι πόδα Σοφ. Ἀντ. 224· κ. ἅλμα, βῆμα, Εὐρ. Ἠλ. 439· κ. αἴρειν βῆμα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 342· πρβλ. κουφίζω ΙΙ. 1· ― μεταφ. κουφότεραι... ἀπειράτων φρένες, παραπολὺ ἐλαφραί, Πινδ. Ο. 8. 80. 2) μεταφ., εὔκολος, τελεῖν... κούφαν κτίσιν ὁ αὐτ. 13. 117· κοῦφον εἰ δοίης τέλος Αἰσχύλ. Θήβ. 260· οὕτως ἐπὶ κυβερνήσεως, εὔκολος, ἐλαφρά, Ἰσοκρ. 199Β· ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· ἐπὶ κυβερνήτου ἢ διοικητοῦ, εὔκολος, οὐχὶ δύστροπος, κουφότατος ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 12· δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 1. 3) κενός, μάταιος, φαντασιώδης, ἀνύπαρκτος, τὸ νέον... κούφας ἀφροσύνας φέρον Σοφ. Ο. Κ. 1230 (Λυρ.)· οὐδὲν ἄλλο πλήν... κούφην σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Θουκ. 2. 51· κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Πλάτ. Νόμ. 717C· κ. πρᾶγμα, μηδαμινόν, «τιποτένιο», ὁ αὐτ. 935Α˙ κ. γράμματα, μικρὰ ἐπιστολή, Εὐρ. Ι. Τ. 594· ― ἐπὶ προσώπων, ??? κουφόνους, Ἡρῳδ. 5. 7· τὸ κοῦφον, κουφότης, ἐλαφρότης, Παυσ. 5. 21, 14, Ἡρῳδ. 7. 8. 4) παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαφρὸς (ὡς πρὸς τὸ βάρος), ἀντίθετ. τῷ βαρύς, Πλάτ. κτλ., κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, εἴθε ἡ γῆ νὰ πέσῃ ἐλαφρὰ ἐπὶ σέ, «γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν», sit tibi terra levis, Εὐρ. Ἄλκ. 462, πρβλ. Ἑλ. 853· κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551, 4· κούφοις πνεύμασιν βόσκου, ἐλαφραῖς πνοαῖς ἀνέμων, Σοφ. Αἴ 558· ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 9· τὸ κουφότατον... τῶν κακῶν... πενία ὁ αὐτ. ἐν «Κιθαρ.» 2· ― ἐπὶ τροφῆς, εὔπεπτος, ἐλαφρά, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 7, 7, κτλ.· ― συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· κούφη στρατιά, ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στράτευμα, Πλουτ. Φάβ. 11· τὰ κ. τῆς δυνάμεως Πολύβ. 10. 23, 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 5) ἐλαφρός, ὀλίγος, μικρός, ἁμαρτήματα Πλάτ. Νόμ. 863C· κουφότερα γυμνάσια, ἀντίθετ. τῷ ἀναγκαῖα, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 7, πρβλ. 6. 7, 3. 6) ἐνεργ., ἀνακουφίζων, βοηθῶν, χερὶ κούφᾳ Πινδ. Π. 9. 18. ΙΙ. Ἐπίρρ. κούφως, εὐκόλως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, κ. ὀρούειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 112· κ. ἐσκευασμένοι, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 33· ὡπλισμένοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 26, κτλ.· κούφως ἔχω, αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ἐλαφρόν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 15. 2) μεταφ., ἐλαφρῶς, μετ’ ἐλαφρᾶς καρδίας, κουφότερον μετεφώνεε Ὀδ. Θ. 201· κούφως φέρειν, ἀντίθετ. τῷ δεινῶς φ., Εὐρ. Μήδ. 449, 1018· ὡς κουφότατα φέρειν Ἡρόδ. 1. 35. 3) εὐκόλως, ἐλαφρῶς, μετ’ εὐκολίας, Αἰσχύλ. Πρ. 701.