χερσόνησος

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόνησος Medium diacritics: χερσόνησος Low diacritics: χερσόνησος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Transliteration A: chersónēsos Transliteration B: chersonēsos Transliteration C: chersonisos Beta Code: xerso/nhsos

English (LSJ)

ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—

   A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc.    2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1.    II as pr. n., of various peninsulas, esp.    1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33.    2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc.    3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.