εὐώνυμος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώνυμος Medium diacritics: εὐώνυμος Low diacritics: ευώνυμος Capitals: ΕΥΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: euṓnymos Transliteration B: euōnymos Transliteration C: evonymos Beta Code: eu)w/numos

English (LSJ)

(A), ον, (ὄνομα)

   A of good name, honoured, Hes.Th.409, Pi.O.2.7, etc.; εὐ. χάρις the honour of a good name, Id.P.11.58; δίκη . . μὴ εὐ. not creditable, Pl.Lg. 754e.    2 expressed in well-chosen terms, λόγος Luc.Lex.1.    II having an auspicious name or sound, ἀριστοκρατία Pl.Plt.302d; πρόσρημα D.C.52.4.    2 prosperous, fortunate, δίκα, πόδες, Pi.N. 7.48, 8.47, cf. Eust.895.37.    3 epith. of Artemis, Ἀρχ. Ἐφ. 1914.20 (Gonni, iv/iii B.C.).    III euphem. (like ἀριστερός) for left, on the left hand (because bad omens came from the left), ὠλένη εὐ. S.Tr.926; ἐξ εὐωνύμου χειρός Hdt.7.109; ἐξ εὐωνύμου (sc. χειρός) Id.1.72; κατὰ τὰ εὐ. X.Lac.11.10; εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Arist.PA 666b7; ἐπὶ τὰ εὐ. ἀνακλίνεσθαι Id.HA498a11; ἐξ -ωνύμων Ev.Matt. 20.21; as military term, τὸ εὐ. κέρας Hdt.6.111, Th.5.67, etc.; τὸ εὐ. (without κέρας) Th.4.96.    2 euphem. of bad omens, opp.οἱ δεξιοὶ φύσιν, A.Pr.490, cf.SIG1167.3 (Ephesus, vi/v B. C.).    3 Astron., southerly, Cleom.1.1.
εὐώνυμ-ος (B), ἡ,

   A spindle-tree, Euonymus europaeus, Plin.HN13.118; τὸ εὐ. δένδρον Thphr.HP3.18.13.

German (Pape)

[Seite 1111] mit gutem Namen, berühmt, geehrt; Ἀστερίη Hes. Th. 409; πάτρα, πατέρες, Pind. N. 7, 85 Ol. 2, 8; Ἀθῆναι N. 4, 19; auch πόδες, die im Wettlaufe den Sieg davon getragen haben, 8, 47; χάρις, rühmliches Lob, P. 11, 58; ἀριστοκρατία Plat. Polit. 302 d; καὶ καλὴ δίκη, im Ggstz von αἰσχρά, ehrenvoll, Legg. VI, 754 e. Geziert sagt Luc. Leziph. 1 λόγος εὐών., reich an schönen Namen. – Mit einem Namen von guter Vorbedeutung, ἡ ἰσονομία τό τε πρόσρημα εὐώνυμον καὶ τὸ ἔργον δικαιότατον ἔχει D. Cass. 52, 4; vgl. auch die Stellen des Plat. – Dah. euphemistischer Ausdruck für links (denn ἀριστερός hatte eine üble Vorbedeutung, u. man suchte daher dies Wort zu vermeiden), sowohl bei den Tragg., neben δεξιός Aesch. Prom. 488, ὠλένη Soph. Tr. 922, als in Prosa, Plat. Legg. VI, 760 d; häufiger bei Her., 7, 109; bes. Thuc. u. Xen. in der Bezeichnung des linken Flügels, τὸ εὐώνυμον κέρας u. τὸ εὐών. allein, u. so auch Sp.; – ἡ εὐώνυμος, der Spindelbaum, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων καλὸν ὄνομα, ἔντιμος, Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· εὐώνυμος χάρις, ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· δίκη… μὴ εὐώνυμος, οὐχὶ ἔντιμος, Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ δυσώνυμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) εὐτυχής, Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ ἀριστερός, (διότι οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. δεξιός, εὔξεινος, εὔφημος καὶ ἀριστερός), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον κέρας Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον (ἄνευ τοῦ κέρας) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ δῆμος φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος»