στενωπός

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενωπός Medium diacritics: στενωπός Low diacritics: στενωπός Capitals: ΣΤΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: stenōpós Transliteration B: stenōpos Transliteration C: stenopos Beta Code: stenwpo/s

English (LSJ)

Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή)

   A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στειν. A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot.    II mostly as Subst., στενωπός, ὁ (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; σ. Ἅιδου the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.

German (Pape)

[Seite 936] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπός: Ἰων. καὶ Ἐπικ. στεινωπός, όν· (στενός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος στενός, περιωρισμένος, δύσκολος, στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. πόντος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ δίοδος, πέραμα, πορθμός, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· (οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. ὕδωρ Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ δίοδος μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ εἴσοδος τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ ὡσαύτως μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.