φεῦ
English (LSJ)
exclamation of grief or anger,
A alas! freq. in Trag.; φ. τάλας S.Aj.983, etc.: freq. c. gen., φ. τοῦ ὄρνιθος . . A.Th.597, cf. S.El.920, 1183; φ. τῆς βροτείας [φρενός] E.Hipp.936: joined with other exclam., οἰοῖ δᾶ φ. A.Eu.841 (lyr.); παπαῖ φ. or φ. π., S.Ph.785,792; φ. ὦ Ἑλλάς X.Ages.7.5, cf. Cyr.7.3.8. II of astonishment or admiration, ah! oh! E.Heracl.552, El.262, Ph.1740 (lyr.), Pl.Phdr. 273c, etc., cf. Sch.Ar.Av.162; doubled, φ. φ. E.Heracl.535, Ar. l.c., Theoc.5.86: c. gen., φ. φ. τῆς ὥρας, τοῦ κάλλους Ar.Av.1724 (lyr.); φ. τοῦ ἀνδρός oh, what a man! X.Cyr.3.1.39 (where, however, there is also a sense of grief): also φ. τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ' ἀνδρός oh, but to get speech of such a man! S.Ph.234; folld. by a relat., φεῦ, ὅσῳ λέγεις κτλ. Pl.Phdr.263d; φ. ὡς εὖ λέγεις Id.Hp. Ma.287b.—φεῦ in Trag. and Com. Poets sts. stands extra versum, A.Ag.1307, Ch.194, Ar.Nu.41, etc.; when it forms part of the verse, it is usu. at the beginning, but not so in S.Ph.234, 1302.
German (Pape)
[Seite 1266] Ausruf des Schmerzes oder Unwillens, ach! weh! Aesch. Prom. 124 Spt. 125 u. öfter, u. die andern Tragg., häufig φεῦ, φεῦ vrbdn, u. Ar, c. gen., weh über Etwas. – Auch Ausruf des Staunens, φεῦ τοῦ ἀνδρός, oh, welch ein Mann, Xen. Cyr. 3, 1,38; φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ' ἀνδρός Soph. Phil. 234, o daß man doch wenigstens der Anrede eines solchen Mannes theilhaftig wird; φεῦ ὅσῳ λέγεις τεχνικωτέρας νύμφας Plat. Phaedr. 263 d; Hipp. mai. 287 b.
Greek (Liddell-Scott)
φεῦ: σχετλιαστικὸν ἐπιφώνημα, ἐκφράζον ὀδύνην ἢ ὀργήν, ἄχ, ἀλλοίμονον, ὡς τὸ Λατ. heu ha, ah, vah, vae, Ἀγγλ. fye! συχν. παρὰ Τραγικ.· φεῦ τάλας Σοφ. Αἴ. 983, κλπ.· συχν. μετὰ γενικ., φεῦ τοῦ ὄρνιθος... Αἰσχύλ. Θήβ. 597, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 920, 1183· φεῦ τῆς βροτείας φρενὸς Εὐρ. Ἱππ. 936· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ἐπιφωνημάτων, φεῦ ἰοῦ ἰοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 781, πρβλ. 841· παπαῖ φεῦ ἢ φεῦ παπαῖ, Σοφ. Φιλ. 786, 792· φεῦ ὦ Ἑλλὰς Ξεν. Ἀγησ. 7, 5, πρβλ. Κύρ. 7. 3, 8. ΙΙ. ἐπὶ θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, μπᾶ! ὤ! ὡς τὸ Λατ. phy ἢ papae, Εὐρ. Ἡρακλ. 553, Ἠλ. 262, Πλάτ., κλπ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 162· διπλοῦν, φεῦ φεῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 535, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μετὰ γεν., φεῦ τῆς ὥρας, τοῦ κάλλους ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1724· φεῦ τοῦ ἀνδρὸς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 39 (ἔνθα ὅμως ὑπάρχει καὶ ἔννοιά τις θλίψεως)· μετ’ ὀνομ. ἢ αἰτιατ., φεῦ τὸ χρήσιμον φρενῶν Εὐρ. Φοίν. 1741· φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 234· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, φεῦ, ὅσῳ λέγεις Πλάτ. Φαῖδρ. 263D, κλπ. ― Τὸ φεῦ παρ’ Ἀττικ. ἐνίοτε κεῖται ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1307, Χο. 194, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, κλπ.· ὅταν δὲ ἀποτελῇ μέρος τοῦ στίχου συνήθως τίθεται ἐν ἀρχῇ αὐτοῦ· οὐχ οὕτως ὅμως ἐν Σοφ. Φιλ. 234, 1302. (Ἐντεῦθεν, φεύζω πρβλ. φῦ).