καταιθύσσω

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθύσσω Medium diacritics: καταιθύσσω Low diacritics: καταιθύσσω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: kataithýssō Transliteration B: kataithyssō Transliteration C: kataithysso Beta Code: kataiqu/ssw

English (LSJ)

   A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.

German (Pape)

[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.