κατέπεφνον

From LSJ
Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέπεφνον Medium diacritics: κατέπεφνον Low diacritics: κατέπεφνον Capitals: ΚΑΤΕΠΕΦΝΟΝ
Transliteration A: katépephnon Transliteration B: katepephnon Transliteration C: katepefnon Beta Code: kate/pefnon

English (LSJ)

Ep., Lyr., and Trag. (in lyr.) aor. 2 with no pres. in use (v. θείνω),

   A kill, slay, καταπέφνῃ Il.3.281; κατέπεφνε 6.183, 24.759, Od.3.252, 4.534, S.El.486; κατέπεφνες Id.Aj.901, Pi.Fr.171 (tm.); καταπεφνών Il.17.539.

Greek (Liddell-Scott)

κατέπεφνον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *φένω), φονεύω, σφάζω, ἀποκτείνω, καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.

French (Bailly abrégé)

verbe n’existant qu’à l’ao.2;
inf.
καταπεφνεῖν, sbj. 3ᵉ sg. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών;
tuer.
Étymologie: κατά, ἔπεφνον.