ἀγακλειτός
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., of men, Il.2.564, Hes.Th.1016, etc. 2 of things, ἀ. ἑκατόμβη Od.3.59; πάθος S.Tr.854 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 7] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, βασίλεια Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, ἑκατόμβη Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. πάθος Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγακλειτός: -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = ἔνδοξος. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· βασίλεια (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. πάθος Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. ἀγακλυτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 très illustre;
2 magnifique (hécatombe) ; en mauv. part extraordinaire.
Étymologie: ἄγαν, κλειτός.