ἐπιτελής

From LSJ
Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελής Medium diacritics: ἐπιτελής Low diacritics: επιτελής Capitals: ΕΠΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: epitelḗs Transliteration B: epitelēs Transliteration C: epitelis Beta Code: e)pitelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος)

   A brought to an end, completed, accomplished, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, Hdt.1.117, 3.141, Hp.Jusj., etc. ; ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος Test.Epict.1.18 ; ἐ. ἐγίνετό τι Hdt.1.124, Th.1.141 ; εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι Pl.Lg.931e, cf. SIG581.5 (ii B.C.) ; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46 ; of persons, adult, Hsch. Ion. Adv. -έως at last, Aret.SA2.8.    II Act., effective, Ant.Lib. 19.3.    III subject to taxation, ἔλαιον ἐ. τελῶν Milet.3.149.19 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ εὐχή Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – παρθένος, mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = ἐπιτελεστικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελής: -ές, (τέλος) τέλειος, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε, ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ Ἡρόδ. 1. 117., 3. 141, Ἱππ. Ὅρκ. κτλ.· ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο = ἐπετελοῦντο, Ἡρόδ. 1. 124, Θουκ. 1. 141· εὐχὴ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 931Ε· κρίσιν λαμβάνειν ἐπιτελῆ Διον. Ἁλ. 10. 46· ― «ἐπιτελῆ, εἰς πέρας ἀγόμενα» Σουΐδ.: ― ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν ὥρᾳ γάμου, «ἐπιτελής· ὡραία γαμεῖσθαι» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -έως, ἐπὶ τέλους, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 8. II. ἐνεργ., ἀποτελεσματικός, Ἀντ. Λιβ. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mis à exécution, achevé, accompli.
Étymologie: ἐπί, τέλος.