δραπέτης
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ου, Ion. δρηπέτης, εω, ὁ, (διδράσκω, δρᾶναι)
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11, cf. Ar.Ach.1187, Herod. 3.13, etc.; δ. ἀνήρ S.Fr.63. 2 Adj., ποὺς δ. E.Or.1498 (lyr.), cf. Aeschin.3.152; βίος δ. fugitive life, AP10.87 (Pall.); οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον . . μεθείς no skulker's lot, i. e. not a lump of earth which would fall in pieces, of the lot of Cresphontes, S.Aj.1285. II fem. δρᾱπέτις, ιδος, Luc.Asin.25: as Adj., στέγη a home whose occupants are shifting, S.Fr.174; ψυχή AP12.80 (Mel.); μέλισσαι Ael.Ep.5; Δραπέτιδες, title of play by Cratinus.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ (διδράσκω), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., πούς Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; ἄνθρωπος Plat. Men. 97 e; κλῆρος Soph. Ai. 1285; βίος, das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτης: -ου, Ἰων. δρηπέτης, εω, ὁ, (ἐκ τοῦ διδράσκω, δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν δοῦλος, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· βίος δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος βῶλος χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, κωμῳδία τοῦ Κρατίνου.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fugitif : δραπέτης βασιλέος HDT qui s’enfuit de chez le roi ; δραπέτου κλῆρος SOPH jeton ou boule d’un fuyard, càd d’un poltron ; abs. ὁ δραπέτης esclave fugitif, déserteur.
Étymologie: *διδράσκω, πίπτω.