ἴδμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι)
A having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).
German (Pape)
[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.