ἀδημονέω
English (LSJ)
A to be sorely troubled or dismayed, be in anguish, Hp.Virg. 1; ἀδημονῶν τε καὶ ἀπορῶν Pl.Tht.175d, cf. D.19.197; ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς X.HG4.4.3: c. dat. rei, ἀδημονεῖ τᾗ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους Pl.Phdr. 251d; ὑπό τινος to be puzzled by... Epicur.Nat.11.8; ἐπί τινι D.H. 3.70; χάριν τινός POxy.298.45 (i A.D.). (Eust., 833.15, derives it from ἀδήμων, which is found only as v.l. in Hp.Epid.1.18 (cf. Gal.17 (1).177), and is itself of doubtful derivation.) [ᾰδ- Nic.Fr.16.]
German (Pape)
[Seite 33] (s. ἀδήμων), betroffen sein (VLL. ἀμηχανεῖν), Plat. neben ἀπορῶ, τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους, Phaedr. 251 d; ὑπὸ ἀηθείας Theaet. 175 d; dah. τὰς ψυχὰς ἀδημονεῖν, betroffen und in Angst sein (Suid. λίαν λυπεῖσθαι), Xen. Hell. 4, 4, 3; vgl. Dem. 19, 197; oft Plut. (Buttm. Lexil. 2, 137, mir ist unheimlich). Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀδημονέω: ἀόρ. ἀπαρ. ἀδημονῆσαι, εὑρίσκομαι ἐν ἀδημονίᾳ, στενοχωροῦμαι καθ' ὑπερβολήν, εἶμαι ἐν ἀγωνίᾳ, Ἱππ. 563. 5· ἀδημονῶν τε καὶ ἀπορῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 175D· πρβλ. Δημ. 402, 24· ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 3· μ. δοτ. πράγματος, ἀδημονεῖ τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 3. 70. (ὁ Εὐστ. ἐν 833. 15 παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἀδήμων, ὅπερ οὐδαμοῦ εὕρηται ἐκτὸς ἐὰν ὀρθῶς εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ Littré εἰς Ἱππ. Ἐπιδ. 1· πλὴν δὲ τούτου, ἡ παραγωγὴ τοῦ ἀδήμων εἶναι ἐπ’ ἴσης ἄγνωστος.) [ᾰδ., Νικ. Παρ’ Ἀθην. 282F· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 226.]
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao. inf.
se tourmenter.
Étymologie: ἀδήμων.