ἄβιος

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβιος Medium diacritics: ἄβιος Low diacritics: άβιος Capitals: ΑΒΙΟΣ
Transliteration A: ábios Transliteration B: abios Transliteration C: avios Beta Code: a)/bios

English (LSJ)

ον (A),

   A = ἀβίωτος, βίος AP7.715 (Leon.).    2 not to be survived, αἰσχύνη Pl.Lg.873c.    II without a living, starving, Luc.DMort.15.3, Man.4.113, Vett.Val.46.12; ἄτεκνος καὶ ἄ. καὶ προώλης, an imprecatory form in CIG3915.46 (Hierapolis).    III perh. having no fixed subsistence, nomad, Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε Il.13.6 (various expl. in Nic.Dam.p.145 D.); but prob. Ἀβίων, pr. n., cf. Arr.An.4.1.1, Str.7.3.2, etc.; Ἄ. Σαυρομάται Mus.Belg.16.70 (Attic, ii A.D.).
ἄβιος, (B), ον, (α intensive)

   A wealthy, Antipho Soph.43.

German (Pape)

[Seite 3] 1) nicht zu leben, unerträglich, Plat, αἰσχύνη ἄπορος καὶ ἄβ. Legg. IX, 873 c; βίος ἄβ. Leon. Tar. 100 (VII, 715). – 2) ohne Lebensunterhalt, arm, mit ἄκληρος verbunden Luc. D. Mort. 15, 3. – Antiphon soll es nach VLL. für reich gebraucht haben, wie es auch Il. 13, 6, wo es Eigenname ist, erkl. wurde, vgl. Scholl. und Ap. L. H.. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβιος: -ον, = ἀβίωτος, ζωῆς ἀβίου. Ἐμπεδ. 38. ἄβ. βίος Ἀνθ. Π. 7. 715. 2) μετὰ τὸν ὁποῖον ἢ ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἐπιζήσῃ τις: αἰσχύνη ἄβ. Πλάτ. Νόμ. 873C. ΙΙ. ἄνευ πόρου ζωῆς· πενόμενος· Λουκ. Νεκρ. διαλ. 15. 3. ἄτεκνος καὶ ἄβ. καὶ προώλης, κατάρα ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 46. ΙΙΙ. ἄβιοι ἐν Ἰλ. Ν, 6, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἱππημολγῶν = ἁπλοῖ κατὰ τὸν βίον καὶ τοὺς τρόπους, οὐκ ἄδικοι· «Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε», ἀλλὰ πιθ. «Ἀβίων» ὡς κύριον ὄν. εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή· βεβαίως οὕτω μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅρ. Σχόλ. Ἑνετ. Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «τὸν ἄβιον Ἀντιφῶν ἀντὶ τοῦ πολὺν βίον κεκτημένον ἔταξεν, ὥσπερ Ὅμηρος ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον». Ἄβιοι, κατὰ Θεοδώρητον Ἐκκλ. ἱστ. 4, 28, λέγονται οἱ μοναχοί, «οἱ ἄβιοι καὶ ἀνέστιοι, καὶ ἄσαρκοι, μικροῦ δὲ ἀναίμονες καὶ Θεῷ κατὰ τοῦτο πλησιάζοντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans ressources pour vivre, indigent.
Étymologie: ἀ, βίος.