ὑπηνέμιος

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηνέμιος Medium diacritics: ὑπηνέμιος Low diacritics: υπηνέμιος Capitals: ΥΠΗΝΕΜΙΟΣ
Transliteration A: hypēnémios Transliteration B: hypēnemios Transliteration C: ypinemios Beta Code: u(phne/mios

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος)

   A lifted or wafted by the wind, ὑπᾱνέμιοι φορέονται Theoc.5.115; ὑ. τανύοιτο, of the Sun, Arat.839.    2 swift as the wind, Plu.Sert.12.    II full of wind, ὑ. ᾠὰ wind-eggs, which produce no chickens, Ar.Fr.186, Pl.Com.19 (ἀνεμιαῖον ᾠόν was considered better Att., Moer.p.73 P.); of eggs laid by hens without impregnation, Arist.HA559b24; so κυήματα ὑ. Id.GA749b1; in Ar. Av.695 (anap.), ὑ. ᾠόν is the egg produced by Night alone, without impregnation; and Luc.Sacr.6 calls Hephaestus the ὑ. παῖς of Hera; λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Plu.2.38e (s. v.l.): hence    2 metaph., empty, idle, ὄνειροι ib.735e, cf. Luc.Harm.4; πλοῦτος Id.Gall.12.

German (Pape)

[Seite 1205] windig, Wind andeutend, Arat. 839; ὠόν, ein Windei, Ar. Av. 695 u. fr. bei Ath. IX, 374 c, vgl. ἀνεμιαῖος. Auch ὑπ. κύημα, Arist. gen. an. 3, 1. – Uebertr., nichtig, eitel, leer; Plut. Sert. 12; ὀνείρατα Luc. Harm. 4. – Auch = windschnell, πούς, Nonn. D. 8, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνέμιος: -ον, (ἄνεμος) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. πλήρης ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ δίχα τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - κυρίως ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν ἅπερ γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. κύημα ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, εἶναι τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης ἄνευ σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., μάταιος, κενός, ἄκαρπος, ἄνευ ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι αὐτόθι 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· πλοῦτος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, κομπαστής, Πλουτ. Σερτ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne contient que du vent ; vain, vide ; en parl. de pers. vain, vaniteux.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.