ἐγκονέω
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A to be quick and active, esp. in service, Hom., only part. pres., with another Verb, ἐπεὶ στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι in haste, Od.7.340, Il.24.648, cf. Critias Fr.16 D.: later also in imper., ἐγκόνει make haste! S.Aj.988, Ar.Ach.1088; also ἐγκονῶμεν S.Aj.811; ἐγκονεῖτε Id.Tr.1255, E.HF521; οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ar.Av.1324: c. acc. cogn., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν hasten back the way by which thou camest, A.Pr.962: c. inf., Opp.H.4.103, Q.S.1.157. —Rare in Prose, Luc.Anach.4. 2 urge on, incite, κυσίν AP6.268 (Mnasalc., s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 709] 1) eilen, geschwind sein, στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι, sie bereiteten eilends das Lager, Il. 24, 648; Od. 7, 340. 23, 291; ἐγκόνει, σύγκαμνε, Soph. Ai. 967, Schol. σπεῦδε, vgl. Tr. 1245; σπεύδωμεν, ἐγκονῶμεν, Eur. Hec. 511; Ar. Plut. 255 u. öfter; sp. D. c. inf., Opp. Hal. 4, 103; selten in Prosa, wie Luc. gymnas. 4. – 2) trans., beeilen, κέλευθον, Aesch. Prom. 964; φθόρον, Tzetz. A. H. 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονέω: σπεύδω, πράττω τι μετὰ σπουδῆς, κυρίως ἐπὶ θεραπόντων, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὴν μετοχ. ἐνεστ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος (πρβλ. ποιπνύω), ἐπεὶ στόρεσαν λέχος ἐγκονέουσαι, ἐν σπουδῇ, σπεύδουσαι, Ὀδ. Η. 340., Ψ. 291, Ἰλ. Ω. 648: ― βραδύτερον, τὸ πλεῖστον κατὰ προστ., ἐγκόνει, σπεῦδε, «κάμε γρήγορα», Σοφ. Αἴ. 988, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν Σοφ. Αἴ. 811· ἐγκονεῖτε Τραχ. 1255, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 521· οὕτως, οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1324: ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν, σπεῦσον ὀπίσω δι’ ἧς ἦλθες ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 962: ― μετ’ ἀπαρ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 103. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. ἢ π. Γυμνασ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire diligence, se hâter, s’empresser : κέλευθον ESCHL faire un trajet en hâte.
Étymologie: ἐν, κονέω.