ἀνεπιτήδειος

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδειος Medium diacritics: ἀνεπιτήδειος Low diacritics: ανεπιτήδειος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeios Transliteration B: anepitēdeios Transliteration C: anepitideios Beta Code: a)nepith/deios

English (LSJ)

ον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:—

   A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. -ως, πράττειν fare ill, opp. εὖ πράττειν, ib.5; ἀ. ἔχειν Plu.2.819a: Comp. -ότερον Pl.Lg.813b.    2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀ. ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.

German (Pape)

[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. qui n’est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: ἀ, ἐπιτήδειος.