γαμήλιος
English (LSJ)
ον,
A of or for a wedding, bridal, nuptial, κοίτη Id.Supp.805 (lyr.); τέλος Id.Eu.835; χοαί Id.Ch.487; λέκτρα Id.Fr.242; εὐνή E.Med.673; οὐχ ἧψαν φῶς τὸ γ. Epigr.Gr.256.7 (Cyprus); ζυγὸν γ. IG14.2125; of divinities, presiding over marriage, Ath.5.185b, Poll.1.24; Ἀφροδίτα E.Fr.781.17 (lyr.). II as Subst., γαμήλιος (sc. πλακοῦς), ὁ, bride cake, Philetaer.13.5. 2 γαμηλία (sc. θυσία), ἡ, wedding-feast, γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι contribute the wedding feast for one's clansmen, D.57.69; τοῖς φ. ὑπέρ τινος ib.43, cf.Is.3.79: abs., ib.76.
German (Pape)
[Seite 472] ον, hochzeitlich, λέχος Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; ἔργον Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; ὑμέναιος Agath. 94 (VII, 568); θυηλαί Lycophr. 323; ὁ, sc. πλακοῦς, der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. θυσία, Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰσφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.
Greek (Liddell-Scott)
γαμήλιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς γάμον, νυμφικός, κοίτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 805 · τέλος Εὐμ. 835 · χοαί Χο. 487 · λέκτρα Ἀποσπ. 238 · εὐν ὴ Εὐρ. Μηδ. 673 · οὐδ’ ἧψαν φῶς τό γ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 256. 7 · ζυγ ὸν γ. αὐτόθι 564 · ― ἐπί τινων θεοτήτων προστατευουσῶν τὸν γάμον, Ἀθην. 185Β, Πολυδ. Α΄, 24. 2) γαμήλιον διάγραμμα Πλούτ. Ἠθ. 373, τρίγωνον ὀρθογώνιον, οὗ αἱ πλευραὶ παρίστανται διὰ 3, 4, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γαμήλιος, ὁ, (ἐνν. πλακοῦς) Φιλέταιρ. Οἰν. 1. 2) γαμηλία (ἐνν. θυσία), ἡ, ἐπὶ τῷ γάμῳ ἑορτή, Ἰσαῖ. 45. 33., 46. 5 · γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι, ἑστιᾶν τοὺς πολίτας τῆς ἰδίας φρατρίας ἐπὶ τῇ εἰσαγωγῇ τῆς νύμφης, Δημ. 1312. 12., 1320. 13, Schöm. εἰς Ἰσαῖ. σ. 263, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: γαμέω.