πένταθλον
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Lyr. and Ion. πεντάεθλον, τό,
A contest of the five exercises (viz. ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην, Simon.153), Pi.O.13.30, N.7.8, B.8.104, etc. ; πεντάεθλον ἐπασκέειν or ἀσκέειν Hdt.6.92, 9.33 ; πένταθλ' ἃ νομίζεται is corrupt in S.El.691 ; cf. πέμπαθλον.
German (Pape)
[Seite 556] τό, ion. πεντάεθλον, der Fünfkampf, quinquertium, der Inbegriff der fünf Leibesübungen ἅλμα, δίσκος, δρόμος, πάλη, πυγμή; Pind. Ol. 13, 29; plur., N. 7, 8; δρόμων, διαύλων, πεντάεθλ' ἃ νομίζεται, Soph. El. 681; πεντάεθλον ἐπασκήσας, Her. 6, 92. 9, 33; es wurden jene fünf Uebungen auch allein angestellt, und der Sieger in jeder einzelnen belohnt, das πένταθλον aber erfordert einen Sieg in allen fünf hinter einander erkämpft, vgl. Böckh Inscr. 34 p. 52 a u. explicatt. zu Pind. N. 7, 71, u. s. das Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
πένταθλον: Ἰων. πεντάεθλον, τό, ὁ ἀγὼν τῶν πέντε ἄθλων ἢ ἀσκήσεων, Λατ. quinquertium, Πινδ. (ὃς ἐν Ο. 13. 41. ἔχει πένταθλον, ἐν δὲ Ν. 7. 12 πεντάεθλον)· πεντάεθλον ἀσκεῖν ἢ ἐπασκεῖν Ἡρόδ. 6. 92., 9. 33· ἐν Σοφ. Ἠλ. 691, ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἆθλ’ ἅπερ νομίζεται ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφοις γραφῆςπεντάεθλ’ ἃ νομίζεται· ἀλλ΄ ὁ Ἔρμανν. ὅλως ἀπορρίπτει τὸν στίχον.― Οἱ πέντε οὗτοι ἆθλοι συγκεφαλαιοῦνται ἐν τῷ στίχῳ τοῦ Σιμωνίδου: ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην· τὸ ὅτι ἡ πυγμὴ ἐλάμβανεν ἐνίοτε τὴν θέσιν τοῦ ἄκοντος τοῦτο φαίνεται στηρίζεται εἰς τὸν στίχον τῆς Ὀδ. Θ. 130. Περὶ τῆς τάξεως καθ’ ἢν εἵποντο ἀλλήλοις, οἱ ἆθλοι οὗτοι ὅρα Böckh καὶ Donaldson εἰς Πίνδ. Ν. 7· καὶ Herm. Opusc. 3. 26 κἑξ, περὶ δὲ τοῦ ὅλου ζητήματος ἴδε P. Gardener ἐν Hell. J. τ. 1, σ. 210 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
concours qui se compose de cinq exercices, la course (δρόμος), la lutte (πάλη), le pugilat (πυγμή, postér. ἀκόντισις, ἄκων, ἄκόντιον), le saut (ἅλμος), le jet du disque ou du palet (δίσκος).
Étymologie: πέντε, ἆθλον.