ἐπῳδός

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῳδός Medium diacritics: ἐπῳδός Low diacritics: επωδός Capitals: ΕΠΩΔΟΣ
Transliteration A: epōidós Transliteration B: epōdos Transliteration C: epodos Beta Code: e)pw|do/s

English (LSJ)

όν, (ἐπᾴδω)

   A singing to or over, using songs or charms to heal wounds, ἐπῳδοὶ μῦθοι Pl.Lg.903b.    b Subst., enchanter, ἐ. καὶ γόης E.Hipp. 1038 (but γόης ἐ. Ba.234): c. gen., a charm for or against, ἔθυσεν αὑτοῦ παῖδα ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων A.Ag.1418 ; ἐ. τῶν τοιούτων one to charm away such fears, Pl.Phd.78a.    c c. dat., assisting, profitable, ἐ. γίγνεσθαι νέοις πρὸς ἀρετήν Id.Lg.671a ; δυσπραξίᾳ ληφθεὶς ἐ. ἐστι τῷ πειρωμένῳ Trag.Adesp.364.4.    2 Pass., sung to music, φωναί Plu.2.622d ; fit for singing, ποιητικὴν ἐ. παρέχειν S.E.M.6.16.    b sung or said after, μορφῆς ἐπῳδόν called after this form, E. Hec.1272.    II in Metre, as Subst.,    1 ἐπῳδός, ἡ, Sch.metr. Pi.O.4 (ὁ, Gal.UP17.3, dub. in D.H.Comp.19), epode, part of a lyric ode sung after the strophe and antistrophe, ib.26, Gal. l.c., Sch.metr. Pi.l.c., etc.    2 ἐπῳδός, ὁ, verse or passage returning at intervals, in Alcaics and Sapphics, D.H.Comp.19 ; chorus, burden, refrain, Ph. 1.312 : metaph., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐ. the 'old story', Plu.2.507e.    b shorter verse of a couplet, as in the metres invented by Archilochus, Hermog.Inv.4.4 : hence of short poems written in such metres, ἐπῳδοί Heph.Poëm.7.2 ; ἐπῳδά Plu.2.1141a.

German (Pape)

[Seite 1015] dazu singend, bes. Zauber- oder Bannsprüche bei Krankheiten, die den Schmerz stillen od. die Krankheit heilen (besprechen), ἐπῳδῶν προσδεῖσθαι μύθων Plat. Legg. X, 903 b; vgl. IL, 671 a; übh. Zaubermittel, ὃς ἔθυσεν αὑτοῦ π αῖδα ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, als Zaubermittel gegen die thracischen Stürme, um die Stürme abzuwehren, Aesch. Ag. 1392, μορφῆς ἐπῳδόν, ein Schimpfwort auf die Gestalt, Eur. Hec. 1258. Oft als subst., – a) ὁ, Zauberer, Beschwörer, der durch übernatürliche, geheime Mittel Etwas zu bewirken sucht, καὶ γόης Eur. Hipp. 1038; Bacch. 235; bes. der mit.Zaubersprüchen heilt, übh. Arzt, Plat. u. Sp., δυσπραξίᾳ ληφθεὶς ἐπῳδός ἐστι τῷ πειρωμένῳ, p. bei Plut. de ad. et. am. discr. 8, ein Unglücklicher ist des andern Tröster. – hl ἡ ἐπῳδός, Nach-od. Schlußgesang, der Theil eines lyrischen Gedichtes, welcher auf die Strophe u. Gegenstrophe folgt. D. Hal. C. V. 19 u. a. Gramm. Die meisten Gedichte des Pindar u. viele Chorgesänge der Dramatiker sind Beispiele von solchen Gedichten, die deshalb ἐπῳδικά, τά, hießen. – c) ὁ, ein kurzer Vers, der auf einen längern folgt, Hephaest., wie Archil. zuerst auf einen längern jambischen Vers einen Dimeter folgen ließ, daher solche Gedichte ἐπῳδά hießen, Plut. de music. 28. – Auch ein in einem Gedichte nach gewissen Zwischenräumen wiederkehrender Vers hieß so, Refrain, vgl. Theocr. 1, 2; Bion. 1; Hosch. 3. – Dah. übertr., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπῳδός Plut. de garrul. 11, der gewöhnliche Refrain bei der Geschwätzigkeit, was die Schwätzer immer hinzuzusetzen pflegen. – Aber ἡ μουσικὴ τὴν ποιητικὴν π οιεῖ ἐπῳδόν = singbar, S. Emp. adv. mus. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῳδός: -όν, (ἐπᾴδῳ) ὁ ᾄδων πρός τι ἢ ἐπί τινος, μεταχειριζόμενος λέξεις ἢ μαγικὰ μέσα πρὸς θεραπείαν τραυμάτων πρὸ πάντων, ἐπῳδοὶ μῦθοι Πλάτ. Νόμ. 903Β. β) ὡς οὐσιαστ., μάγος, ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ γόης, Εὐρ. Ἱππ. 1038, Βάκχ. 234· μετὰ γεν., ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων, ἐπῳδὸν πρὸς παῦσιν τῶν Θρακίων ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1418· ἐπ. τῶν τοιούτων Πλάτ. Φαίδ. 78Α: - μετὰ δοτ., συντελεστικός, ὠφέλιμος, ἐπ. γίγνεσθαι τοῖς νέοις πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 671Α· νοσῶν ἀνὴρ νοσοῦντι... ἐπ. ἐστι, εἶναι παρηγορία, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 51Ε. 2) Παθ., πρὸς μουσικὴν ᾀδόμενος, φωναὶ Πλούτ. 2. 622D· κατάλληλος δι’ ᾆσμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 16. β) ὁ ᾀδόμενος ἢ λεγόμενος συμφώνως πρός τι, μορφῆς ἐπῳδὸν (ἐπώνυμόν τι Ναύκιος) ἢ τι...; Εὐρ. Ἑκ. 1272. ΙΙ. ἐν τῇ μετρ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἐπῳδός, ἡ, (σπαν. ἀρσεν., Ἡφαιστ. σ. 129) ἡ μετὰ τὴν ᾠδήν, μέρος λυρικῆς ᾠδῆς ᾀδόμενον μετὰ τὴν στροφὴν καὶ ἀντιστροφήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 19. 2) ἐπῳδός, ὁ, ὁ κατὰ πυκνὰ διαλείμματα ἐπαναλαμβανόμενος στίχος ἔν τισι ποιήμασιν ὡς ἐν Θεοκρ. 1. 64 κἑξ. «ἄρχετε βωκολικᾶς, Μῶσαι φίλαι, ἄρχετ’ ἀοιδᾶς»: ἐν Βίωνι 1, «αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν ἔρωτες»: ἐν Μόσχῳ 3, «ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε μοῖσαι»: - μεταφ., ὁ κοινὸς ἁπάσης ἀδολεσχίας ἐπ., ὁ ἀεὶ ἐπαναλαμβανόμενος λόγος, Πλούτ. 2. 507Ε. β) δύο στίχων ὁ βραχύτερος, Ἰαμβικὸς δίμετρος ἑπόμενος τριμέτρῳ, ἐπινοηθεὶς ὑπὸ Ἀρχιλόχου καὶ ἐν χρήσει παρ’ Ὁρατίῳ· ἐντεῦθεν μικρὰ ποιήματα γεγραμμένα εἰς τοῦτο τὸ μέτρον ἢ εἰς παρόμοια μέτρα ἐκαλοῦντο ἐπῳδοὶ Ἡφαιστ. 12. 1, ἐπῳδὰ Πλούτ. 2. 1141Α.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. qui chante des paroles magiques pour guérir une blessure ; abs. qui charme par des paroles magiques, qui sert de charme ou d’amulette contre, gén. ; secourable ; abs. enchanteur, magicien;
II. 1 chanté;
2 appelé, nommé d’après, faisant allusion à;
III. subst.
1ἐπῳδός le second vers (iambique dimètre) d’un couplet de deux vers, dont le 1er est un iambique trimètre : τὰ ἐπῳδά (ἔπη) PLUT couplets de deux vers;
2 refrain à la fin des couplets d’un chant ; fig. bavardage.
Étymologie: ἐπί, ᾠδή.