πέρα
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
(A), Adv.
A beyond, further, μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd.112e; μέχρι τούτου... π. δὲ μή Id.R.423b : with Art., τὸ π. λέγειν Id.Phdr.241d. 2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44; τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol.1319b14, cf. Pl.Ti.29d. II of Time, longer, οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28 : with Art., τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52. 2 c. gen., π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7 ; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg.670a (v.l. πέραν). III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El.633, Ph.332, cf. E.Hipp. 1033 ; Ζεύς . . με λυπήσει πέρα Ar.Av.1246 ; π. ματεύειν S.OC211 (lyr.); μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El.1187 (lyr.); οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78 ; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC1745 (lyr.). 2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30,507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74; π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC257 ; π. τῶν νόμων Id.El.1506 ; π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1 ; π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64 ; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg.487d, Ti.65d ; π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb.12c ; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec.714 ; δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11. b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr.189. 3 as Comp., folld. by ἤ, Id.OC651, Ph.1277. IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib.666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and -τέρω (qq. v.); cf. sq.
(B), ἡ,
A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp.262 ; Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag.190(lyr.):—hence πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.).
German (Pape)
[Seite 561] (vgl. πέραν), darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; φράσῃς μοι μὴ πέρα, Soph. Phil. 332; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, 1259; oft auch c. gen., φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῦν εἰρημένων, O. C. 258; θρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus, El. 511; τοῦ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου, O. R. 74, d. i. anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; θαυμάτων πέρα, Eur. Hec. 714; μή γε πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 501; ἐμοὶ οὐ θέμις λέγειν πέρα, mehr zu sagen, wie μηδ' ἐρωτήσῃς πέρα I. T. 554; u. in Prosa: μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν, Plat. Tim. 29 d; μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, πέρα δ' οὔ, Phaed. 112 e; auch mit dem Artikel, οὐκέτ' ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος, Phaedr. 241 d; πέρα τοῦ δέοντος σοφώτεροι γενόμενοι, Gorg. 487 d, weiser als nöthig ist; πέρα τῶν ἀναγκαίων, Rep. VI, 493 d; ἡ πέρα τούτων ἐπιθ υμία, VIII, 559 b, u. öfter; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger, Xen. An. 5, 9, 28; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus, 6, 3, 7, vgl. 6, 1, 28; πέρα τοῦ καιροῦ, Hell. 5, 3, 5; ὁ νόμος κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν πέρα μεδίμνου κριθῶν, Is. 10, 10; u. bei Folgdn; πέρα τοῦ δέοντος, Pol. 5, 104, 3, wie πέρα τοῦ καθήκοντος, 22, 1, 5, u. öfter. – Uebertr., über ein gewisses Maaß hinaus, wie ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag, Soph. Phil. 662; daher = übermäßig, μόγος ἔχει τοτὲ πέρα, τοτὲ δέ γ' ὕπερθεν, O. C. 1742; πέρα γε παθοῦσα, Eur. El. 1186; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν vrbdt Ar. Av. 416, eigentl. was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; – πέρα ἀνθρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft, Philostr. – Geradezu für πλήν, außer, Xen. Conv. 8, 19, l. d. – In allen Vrbdgn steht es sowohl vor, als hinter dem genit. – Den comp. περαίτερος, περαιτέρω s. unten besonders. ἡ, ungebrauchte Form statt πέρας, s. πέραν, am Ende.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱ: Ἐπίρρ., πέραν, περαιτέρω, Λατ. ultra, μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι π. δ’ οὒ Πλάτ. Φαίδων 112Ε· μέχρι τούτου …, π. δε μὴ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 423Β μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 241D 2) μετὰ γεν., Ἀτλαντικῶν π. φεύγειν ὅρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 234· π. ὅρου ἐλαύνειν Νόμ. παρὰ Δημ. 634. 13 κἑξ.· τούτου μὴ π. προβαίνειν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 17. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πέραν, περαιτέρω, κατόπιν, μακρότερον, ἐπὶ πλέον, οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 28. 2) μετὰ γεν., π. μεσούσης ἡμέρας αὐτόθι 6. 5. 7· π. τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 5· τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας, ἡλικίας ὑπὲρ τὰ πεντήκοντα ἔτη, Πλάτ. Νόμ. 670Α. ΙΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., πέραν τοῦ μέτρου, εἰς ὑπερβολή, ὑπερβολικῶς, πέρα λέγειν, φράζειν Σοφ. Ἠλ. 633, Φιλ. 322, 1275, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 1032· π. λυπεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1246· π. ματεύειν, ζητεῖν Σοφ. Ο. Κ. 211, Πλάτ. Τίμ. 29D· π. παθεῖν Εὐρ. Ἠλ. 1185· οἵ τοι π. στέρξαντες, οἱ δὲ καὶ π. μισοῦσιν Τραγικ. παρ᾿ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 8· μόγος ἔχει…τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾿ ὕπερθεν Σοφ. Ο. Κ. 1745· οὕτω, τὸ πέρα Πλάτ. Φαῖδρ. 241D, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πέρα. 2) μετὰ γεν., πλέον τοῦ, π. δίκης, καιροῦ Αἰσχύλ. Πρ. 30, 507· τοῦ εἰκότος π. Σοφ. Ο. Τ. 74· π. τῶν νῦν εἰρημένων ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 257· π. τῶν νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1506· π. τοῦ προσήκοντος Ἀντιφῶν 129. 29· π. ὧν προσεδεχόμεθα Θουκ. 2. 64· π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου Πλάτ. Γοργ. 487D, Τίμ. 65D· π. τοῦ μεγίστου φόβου ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 12C· θαυμάτων π. Εὐρ. Ἑκ. 714· δεινὸν καὶ π. δεινοῦ Δημ. 1123. 22· π. μεδίμνου Ἰσαῖ. 80. 30· ἐλπίδος π. Πλουτ. Σύλλ. 11· - ἐνίοτε ἡ γεν. παραλείπεται, οὐδὲν ἐρρήθη πέρα, οὐδὲν πλέον, Εὐρ. Ι. Τ. 91· ἄπιστα καὶ πέρα κλύων, πράγματα, ἀπίστευτα, καὶ κἄτι περισσότερον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· πᾶν τολμήσασα καὶ π. Σοφ. Ἀποσπ. 195. 3) ὡσαύτως ὡς συγκρ. ἑπομένου τοῦ ἤ, Σοφ. Ο. Κ. 651, Φ. 1277. IV. ὑπεράνω, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ᾿ ἔνερθεν ὄντ᾿ ἀνέστησας π. Σοφ. Φ. 666· π. ἀνθρώπου, π. τέχνης Φιλόστρ. 726. 733. - Κατὰ πάσας τὰς σημασίας του τὸ πέρα δύναται νὰ τεθῇ ἢ πρὸ τῆς γεν. ἢ μετ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ συνήθως πρὸ αὐτῆς. - Συγκρ. περαίτερος, -α, -ον, ἐπίρρ., περαίτερον καὶ -τέρω, ἃ ἴδε: - τὸ πέρα ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ἀττ., ὅθεν δὲν ὑπάρχει Ἰων. τύπος πέρη, ὅπερ ἠδύνατό τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ πέρην, Ἰων. ἀντὶ πέραν. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ πέραν καὶ πέρα, ἴδε πέραν ἐν τέλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 244, 246, 250.
French (Bailly abrégé)
1adv. et prép.
au delà :
1 avec idée de lieu, avec le gén. au delà de;
2 avec idée de temps, avec le gén. πέρα μεσούσης ἡμέρας XÉN après le milieu du jour ; καιροῦ πέρα ESCHL ou πέρα τοῦ καιροῦ XÉN au delà du temps marqué ou nécessaire;
3 avec idée de mesure : πέρα δίκης ESCHL au delà de ce qui est juste, contrairement à la justice ; πέρα τοῦ δέοντος PLUT au mépris du devoir ; πέρα ἤ SOPH au delà de ce que, plus que;
Cp. παραιτέρω ou περαίτερον.
Étymologie: DELG vaste famille avec παρά, περί, πείρω, πόρος, etc.
2ας (ἡ) :
c. περαία.