καταστηματικός
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ή, όν,
A pertaining to a state or condition (cf. foreg. 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29. II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.
Greek (Liddell-Scott)
καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.