ἀκοσμία
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος 11.1), S.Fr.846: in pl., Pl.Smp.188b; αἱ ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340. 2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205. II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος 111), Arist.Pol.1272b8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.