αἰχμάλωτος
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ον,
A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr.223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag.1440, S.Tr.417:— αἰχμάλωτοι prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰ. λαμβάνειν, ἄγειν take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰ. γίγνεσθαι to be taken, ib.3.1.7; of things, αἰ. χρήματα A.Eu.400, cf. Ag.334, D.19.139; νῆες X.HG 2.3.8, IG2.789; τὰ αἰ. booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57. II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰ. such as awaits a captive, Hdt.9.76; εὐνά A.Th.364 (lyr.); τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157. III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμάλωτος: -ον, ὁ τῇ αἰχμῇ ἁλούς, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ, ὁ ἀπαχθεὶς ὡς δοῦλος, Ἡρόδ. 6. 79, 134· ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, ὡς περὶ Κασσάνδρας καὶ Ἰόλης, Αἰσχ. Ἀγ. 1440, Σοφ. Τρ. 417· πρβλ. δοριάλωτος: - αἰχμάλωτοι, οἱ ἐν πολέμῳ συλληφθέντες, Ἀνδοκ. 32. 7, Θουκ. 3. 70· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37., 4. 4, 1· αἰχμ. γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι, αὐτόθι 3. 1, 7· ἐπὶ πραγμάτων, αἰχμ. χρήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 400· πρβλ. Ἀγ. 334, Δημ. 384. 13· νέες Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὰ αἰχμάλωτα, ἡ λεία, τὰ λάφυρα, αὐτόθι 4. 1, 26, Ἀνάβ. 5. 9, 4. ΙΙ. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ., δουλεία οἵα ἀναμένει τὸν αἰχμάλωτον, Ἡρόδ. 9. 76· εὐνή, Αἰσχύλ. Θ. 364.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pris à la guerre (litt. à la pointe de la lance) ; subst. οἱ αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; subst. τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;
2 qui concerne un prisonnier de guerre ; αἰχμάλωτος εὐνή ESCHL couche d’une captive.
Étymologie: αἰχμή, ἁλίσκομαι.