ἀμέλλητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A without delay or hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. -τως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλ-ητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.
German (Pape)
[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: ἀ, μέλλω.