ἀμιξία
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A a being ἄμικτος, and so, I purity, Thphr. CP4.16.2. II of persons, want of intercourse, ἀλλήλων Th. 1.3; πρὸς ἅπαντας Luc.Tim.42; unsociableness, Isoc.6.67; ἀμιξίη χρημάτων want of commercial dealings, Hdt.2.136; cf. ἀμειξία. 2 abstinence from sexual intercourse, Aristaenet.2.3.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ (ἄμικτος), Ungeselligkeit, πρὸς ἅπαντας Luc. Tim. 42; bei Polyb. 1, 67 Mangel an gemeinsamem Plane, Uneinigkeit; übh. mangelnder Verkehr, Her. 2, 136; ἀλλήλων Thuc. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμιξία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἄμικτον, ἑπομένως, Ι. τὸ ἄμικτον, ἡ καθαρότης, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., ἔλλειψις ἐπιμιξίας, κοινωνίας, ἀλλήλων Θουκ. 1. 3· πρός τινα Λουκ. Τίμ. 42: ἀκοινωνησία Ἰσοκρ. 130Α· ὡσαύτως, ἀμιξίη χρημάτων, ἔλλειψις χρηματικῶν ἐργασιῶν, ἤτοι συναλλαγῆς ἢ ἐμπορίου, Ἡρόδ. 2. 136. 2) ἀποχὴ ἀπὸ τῆς σαρκικῆς μίξεως, Ἀρισταίν. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
isolement, absence de relations ; abs. humeur insociable, sauvagerie.
Étymologie: ἄμικτος.