ἄνανδρος
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ): I = ἄνευ ἀνδρός, husbandless, of virgins and widows, A.Supp.287, Pers.289 (lyr.), S.OT1506, etc., and in Prose, as Hp.Mul.1.4, Pl.Lg.930c. 2 = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, χρήματα ἄνανδρα A.Pers.166; πόλις S.OC939; ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (a prolepsis, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) A.Pers.298. II wanting in manhood, cowardly, Hdt.4.142, Pl.Grg.522e, al.; τὸ ἄ., = ἀνανδρία, Th.3.82. 2 of things, unworthy of a man, δίαιτα Pl.Phdr.239d. 3 Adv. -δρως, opp. ἀνδρικῶς, Antipho 2.1.8, Pl.Tht.177b.
German (Pape)
[Seite 199] 1) ohne Ehemann, von Jungfrauen, wie von Wittwen, Aesch. Pers. 281; Ἀμαζόνες Suppl. 284; Soph. O. R. 1506; in Prosa, Plat. Legg. XI, 937 a; Plut. Rom. 29. – 2) ohne Männer, männerarm, χρημάτων ἀνάνδρων πλῆθος Aesch. Pers. 162; πόλις Soph. O. R. 943. – 3) am häufigsten in Prosa, unmännlich, feig, weibisch, ἁπαλὴ καὶ ἄν. δίαιτα Plat. Phaedr. 239 c; ἀνανδρότατος, neben κάκιστος Her. 4, 142; Dem. 59, 12. – Adv., ἀνάνδρως διακεῖσθαι Isocr. 4, 184; ἔχειν πρὸς τοὺς ἐχθρούς 4, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνανδρος: -ον, (ἀνήρ). Ι. = ἄνευ ἀνδρός, δηλ. συζύγου, ἐπὶ ἀγάμων γυναικῶν καὶ ἐπὶ χηρῶν, Τραγ., π. χ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 287, Πέρσ. 289, Σοφ. Ο. Τ. 1506 κτλ. καὶ παρὰ πεζοῖς ὡς Ἱππ. 592, 18, Πλάτ. Νόμ. 930C. 2) = ἄνευ ἀνδρῶν· χρήματα ἄνανδρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 166· πόλις Σοφ. Ο. Κ. 939· ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου (πρόληψις, = ὥστε εἶναι ἄνανδρον) Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. ΙΙ. ὁ μὴ ἀνδρεῖος, δειλός, Ἡρόδ. 4. 142, Πλάτ. Γοργ. 522E, καὶ ἀλλ.· τὸ ἄνανδρον = ἡ ἀνανδρία, Θουκ. 3. 82. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνάρμοστος εἰς ἄνδρα, δίαιτα Πλάτ. Φαῖρδ. 239D. 3) Ἐπίρρ. ἀνάνδρως, ἀντίθ. τῷ ἀνδρικῶς, Ἀντιφῶν 116. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 177B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non viril, mou, lâche ; τὸ ἄνανδρον THC la lâcheté ; indigne d’un homme;
II. au fém. sans mari, càd :
1 qui n’a pas encore d’époux;
2 qui n’a plus d’époux, veuve;
3 qui vit sans époux;
III. sans hommes, dépourvu d’hommes : ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών ESCHL par sa mort, il laissa son poste vide, litt. sans homme.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.
Syn. II. χήρα.