ἀναμεστόω
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
A fill up, fill full, Ar.Ra.1084 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 198] voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώθη Ar. Ran. 1082.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμεστόω: μέλλ. -ώσω, πληρῶ ἐξ ὁλοκλήρου, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1084, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
remplir.
Étymologie: ἀνάμεστος.