ἔκτιμος

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτῑμος Medium diacritics: ἔκτιμος Low diacritics: έκτιμος Capitals: ΕΚΤΙΜΟΣ
Transliteration A: éktimos Transliteration B: ektimos Transliteration C: ektimos Beta Code: e)/ktimos

English (LSJ)

ον, (τιμή)

   A without honour, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας . . γόων restraining them so that they show not the honour due to parents, S. El.242 (lyr.).    II highly priced, Hsch.

German (Pape)

[Seite 781] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτιμος: -ον, (τιμὴ) ἄνευ τιμῆς, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων ὥστε νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’honore pas, τινος qqn.
Étymologie: ἐκ, τιμή.