κέντρων
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A one that bears the marks of the κέντρον, a rogue that has been put to the torture, S.Fr.329, Ar.Nu. 450 (anap.). II piece of patch-work, rag, Bito 55.4, Herasap.Gal. 13.1044, Sch.Ar.Nu.449; perh.pen-wiper, POxy.326 (i A.D.): hence, copy of verses made up of scraps from other authors, Eust.1099.51, 1308 fin.
German (Pape)
[Seite 1418] ωνος, ὁ, 1) ein Spitzbube, der die Stachelknute (κέντρον) verdient; Soph. frg. 309 verbunden μαστιγίαι, κέντρωνες; vgl. Ar. Nub. 449 u. daselbst Schol. – 2) bei 80., wie Mathem., das aus Lappen u. Flicken Zusammengesetzte, Zusammengestichelte; übertr.; Ὁμηρικοὶ κέντρωνες, erwähnt Eust., Gedichte aus homerischen einzelnen ganzen u. halben Versen zusammengesetzt, auch ὁμηρόκεντρα genannt. Vgl. den cento nuptialis des Ausonius.
Greek (Liddell-Scott)
κέντρων: -ωνος, ὁ, ὁ φέρων τὰ σημεῖα ἢ στίγματα τοῦ κέντρου, ἄνθρωπος ἐπίτριπτος τεθεὶς εἰς βασανιστήρια, Σοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστοφ. Νεφ. 450· πρβλ. μαστιγίας, βάραθρος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὕφασμα συνερραμμένον ἐκ πολλῶν τεμαχίων, Βίτων ἐν Math. Vett. σ. 109, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 449· ἐντεῦθεν σύρραμμα ἐκ στίχων ληφθέντων ἐκ διαφόρων ποιητῶν, Λατ. cento, Εὐστ. 1099. 51., 1308, ἐν τέλ.· οὕτως, ὁμηροκέντρωνες, ὁμηρόκεντρα, ποιήματα συναποτελούμενα ἐκ τεμαχίων Ὁμηρικῶν, οἷα ὑπάρχουσι καὶ ἐκ τοῦ Οὐεργιλίου ὑπὸ Proba Falconia καὶ Αὐσονίου.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
1 digne de l’aiguillon ou du fouet à clous, misérable;
2 habit de plusieurs morceaux ; fig. centon, poème composé de vers empruntés à d’autres poèmes.
Étymologie: κέντρον.