θεουδής

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουδής Medium diacritics: θεουδής Low diacritics: θεουδής Capitals: ΘΕΟΥΔΗΣ
Transliteration A: theoudḗs Transliteration B: theoudēs Transliteration C: theoudis Beta Code: qeoudh/s

English (LSJ)

ές,

   A fearing God, Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος . . ὅς τε θεουδής . . εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. -δῶς Orph.Fr.169. (θεο-δϝής contr. fr. θεο-δϝεής, compd. of θεός and δέος: but taken as if = θεοειδής by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)

German (Pape)

[Seite 1198] ές (schwerlich = θεοειδής, was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. θεός u. δέος, für θεοδεής), gottesfürchtig, fromm, νόος, θυμός, Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = θεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

θεουδής: -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», εὐσεβής, Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176˙ θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364˙ βασιλῆος... ὅστε θεουδὴς Τ. 109˙ οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ θεοειδής˙ ἀλλ’ ἡ ἀναλογία θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ ἔννοια αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ δεισιδαίμων. Μεταγεν. ὅμως ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ θεῖος.)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui craint les dieux, pieux, religieux.
Étymologie: θεός, δέος.