ἔλαφος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ὁ and ἡ,
A deer, Cervus elaphus, whether male, hart or stag, Il.3.24, etc.; or female, hind, 11.113, etc.; κεραός, ὑψίκερως, ib.475, Od.10.158; κεροῦσσα S.Fr.89; ἔ. βαλιαί E.Hipp.218 (anap.); ἔ. ἀντὶ παρθένου Lib.Ep.785.1; κραδίην ἐλάφοιο [ἔχων] with heart of deer. i.e. a coward, Il.1.225; φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν 13.102, cf. Pl.La. 196e. (Fem. as a generic term, in Trag. and X.Cyn.9.11, 10.22, cf. αἱ ἔ. τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν Arist.HA611a27.) II κέρας ἐλάφου hartshorn, Gp.13.8.2. III deerskin, ἐλάφου πήρα Longus3.15. IV a kind of cake, Ath.14.649e. V figure of a deer used as a weight, IG5(2).125 (Tegea, ii A.D.). (-φος as in ἔρι-φος, etc., ἐλα- from ἐλṇ-, cf. ἐλλός (from *ἐλνός), Lith. élnis 'stag'.)
German (Pape)
[Seite 792] ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hindinn; ὑψίκερως Od. 10, 158; κεραός Il. 11, 475; ταχεῖα Od. 13, 436; φυζακιναί Il. 13, 102; θήλεια Pind. Ol. 3, 30; βαλιαί Eur. Hipp. 218; öfter bei Dichtern, oft Sinnbild der Furchtsamkeit, Il. 21, 486; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig, 1, 225. Wo die Gattung bezeichnet wird, ist es gew. fem.; so sagt Arist. H. A. 1, 5 sogar αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν. – Long. 3, 15 πήρα ἐλάφου, die Hirschhaut. – Bei Ath. XIV, 646 e eine Kuchenart. – Vgl. ἐλαφρός; die Alten denken wunderlich an ἕλκειν ὄφεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλᾰφος: ὁ καὶ ἡ, Λατ. corvus elaphus, κοινῶς «λάφι», εἴτε ἄρρεν, Ἰλ. Γ. 24, κ. ἀλλ., εἴτε θῆλυ, Λ. 113, κ. ἀλλ.· τὸ νεαρὸν ἐλάφιον ἐκαλεῖτο νεβρός, Ὀδ. Τ. 230· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. εἶναι κεραός, ὑψίκερως, Ἰλ. Λ. 475, Ὀδ. Κ. 158· οὕτω, κεροῦσσ’... ἔλαφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· βαλιαῖς ἐλάφοις Εὐρ. Ἱππ. 218· κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ἔχων καρδίαν ἐλάφου, Ἰλ. Α. 225· οὕτω, φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, «φευκτικαῖς, δειλαῖς» (Σχόλ.), Ν. 102. Ὡς γενικὸν ὄνομα οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν λέξιν θηλυκῶς, ὡς Σοφ., Εὐρ. ἔνθ. ἀνωτ. καὶ συχνάκις ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. κέρας ἐλάφου, «ἐλαφοκέρατο», Γεωπ. 13. 8, 2. (Συγγενὲς τῷ ἐλαφρὸς καὶ τῷ Λατ. lepus lepǒris, κατὰ τὸν Pott. Et. Forsch. 1. 233· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ -φος ὡς ἁπλῆν κατάληξιν, ὡς ἐν τῷ ἔριφος καὶ τῷ Σανσκρ. risha-bhas (ταῦρος)· παραβάλλει δὲ τὰ ἐλλός, ἑλλός, Λιθ. elnis, Σλαβ. jeleni).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
cerf, biche, animal ; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων IL qui a un cœur de biche, poltron, lâche.
Étymologie: DELG cf. ἐλλός ; cf. gall. elain, angl. lamb, angl. elk « renne ».