θίασος

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσος Medium diacritics: θίασος Low diacritics: θίασος Capitals: ΘΙΑΣΟΣ
Transliteration A: thíasos Transliteration B: thiasos Transliteration C: thiasos Beta Code: qi/asos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,

   A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra.156, etc.; θ. ἄγειν E.Ba.115 (lyr.); τοὺς . . θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260, cf. Ath. 5.185c, 8.362e.    2 religious guild, confraternity, IG2.986,1663,22.1177, SIG1044.45 (Halic.), etc.    II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., Κενταύρων E.IA1059; ἡλίκων Id.IT1146; Μουσῶν Ar.Th.41; ἐνόπλιος θ., of warriors, E.Ph.796; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt.303d; τοῦ σοῦ θ. of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θ. Plu.Ant.24.    III feast, banquet, Id.2.301f, Cleom.34.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ (vielleicht von θεῖος, θειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆθος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους θίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀθροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.

Greek (Liddell-Scott)

θίᾰσος: ὁ, (ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― ὅμιλος, συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: ἐνίοτε φαίνεται ὅτι ὁ θίασος ἦτο ὡς εἶδος θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) καθόλου, μερίς, ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· εὔοπλος θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ συμπόσιον τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ σημασία τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, θυιάς· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. φυτεύω φιτεύω, δρῦς δρία, ὑπερφαὴς ὑπερφίαλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. thiase :
1 troupe de gens célébrant un sacrifice en l’honneur d’un dieu (particul. Bacchus) et parcourant les rues en dansant, chantant et criant;
2 p. ext. troupe bruyante, troupe : τοῦ σοῦ θιάσου XÉN de ta compagnie;
II. la fête elle-même (danse, festin, etc.).
Étymologie: DELG pê thraco-phrygien ou crétois.