σηκοκόρος
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (κορέω)
A cleaner of a stable, byre, or pen, herdsman, Od.17.224, Poll.7.151, Suid.; cf. σηκηκόρος. II chapel-keeper, Zonar.
German (Pape)
[Seite 873] 1) der den Stall reinigt, die Aufsicht über Stalle u. Heerden hat, Od. 17, 224; Poll. 7, 151. – 2) Aufseher einer Kapelle.
Greek (Liddell-Scott)
σηκοκόρος: ὁ, ἡ, (κορέω) ὁ καθαρίζων σταῦλον ἢ μάνδραν, βουκόλος, Ὀδ. Ρ. 224· πρβλ. σηκηκόρος. ΙΙ. νεωκόρος, φύλαξ παρεκκλησίου, Ζωναρ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
garçon d’étable ou d’écurie.
Étymologie: σηκός, κορέω¹.