ἐπινίκιος

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίκιος Medium diacritics: ἐπινίκιος Low diacritics: επινίκιος Capitals: ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ
Transliteration A: epiníkios Transliteration B: epinikios Transliteration C: epinikios Beta Code: e)pini/kios

English (LSJ)

ον,

   A of victory, ἀοιδαί Pi.N.4.78; ὕμνος D.S.5.29; ἀγῶνες ἐ. games to celebrate victory, Plb.30.22.1, cf. IGRom.4.1268 (Thyatira); ἐ. πομπή, ἑορτή, D.H.3.41, Plu.Rom.29; ἐ. τιμαί the honours of a triumph, Id.Aem.31; ἡμέρα Id.Cor.3; στολή D.C.37.21. Adv. -ίως Hsch. s.v. ἀλαλάζει.    II. as Subst., ἐπινίκιον (sc.ᾆσμα, μέλος), τό, song of victory, triumphal ode, such as Pindar's, cf. Ath.1.3e; Ζῆνα . . ἐπινίκια κλάζων A.Ag.174 (lyr.).    2. ἐπινίκια (sc.ἱερά), τά, sacrifice for a victory or feast in honour of it, Ar.Fr.433, And.4.29, D.21.55, etc.; τὰ ἐ. θύειν Pl.Smp.173a, etc.; ἑστιᾶν D.59.33; ἐ. πέμψαι, πεμφθῆναι, of a Roman triumph, D.C.36.25,37.21.    b. (sc. ἆθλα) prize of victory, S.El. 692, D.H.3.27, IG7.3195,3196 (Orchom. Boeot.).

German (Pape)

[Seite 965] zum Siege gehörig; ἀοιδή, Siegesgesang, Pind. N. 4, 76; ἀγῶνες Pol. 30, 13; Folgde; auch ὁ ἐπινίκιος, sc. ὕμνος, u. τὸ ἐπινίκιον, sc. μέλος, Schol., Ath. I, 3 e, D. Sic. 5, 29; so auch ἐπινίκια κλάζων Aesch. Ag. 167; ἐνεγκὼν πάντα ἐπινίκια, Siegespreis, Soph. El. 682, wie D. Hal. 3, 27; τὰ ἐπινίκια θύειν, ein Opferfest wegen eines Sieges veranstalten, Plat. Conv. 173 a; Dem. 59, 33; vgl. Ar. bei Ath. IX, 387 f; – πομπή, Siegesaufzug, D. Hal. u. ä. a. Sp.; ἐπινίκια πέμπειν, triumphum agere, D. C. 36, 8. – Adv. ἐπινικίως, Hesych. v. ἀλαλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίκιος: ῑ, ον, (νίκη) ἀνήκων εἰς νίκην, περὶ νίκης, ἀοιδὴ Πίνδ. Ν. 127· ὕμνος Διόδ. 5. 29· ἀγῶνες ἐπ., ἐπὶ νίκῃ, πρὸς πανηγυρισμὸν νίκης, Πολύβ. 30. 13, 1. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3503· οὕτως, ἐπινίκιος πομπή, ἑορτή, πανήγυρις Διον. Ἁλ. 3. 41. Πλουτ. Ρωμ. 29· ἐπ. τιμαί, αἱ θριαμβευτικαὶ τιμαί, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 31· ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἐπινίκιον (ἐξυπ. ᾆσμα, μέλος), τό, ᾆσμα ἐπὶ νίκῃ, ᾠδὴ θριαμβική, οἷα τὰ ἐπινίκια τοῦ Πινδάρου, πρβλ. Ἀθην. 3Ε· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων (πρβλ. ἐπευφημέω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 174. 2) ἐπινίκια (ἐξυπ. ἱερά), τά, θυσία ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑορτὴ πρὸς πανηγυρισμὸν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 370. Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ. Συμπ. 17Α, Δημ. 532. 12· τὰ ἐπ. θύειν Πλάτ. Συμπ. 173Α, κτλ.· ἑστιᾶν Δημ. 1356. 8. β) (ἐξυπ. ἆθλα), τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια Σοφ. Ἠλ. 692, Διον. Ἁλ. 3. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 1583 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, etc.) ; τὰ ἐπινίκια :
1 chants de victoire;
2 sacrifice ou fêtes en l’honneur d’une victoire;
3 prix de la victoire.
Étymologie: ἐπί, νίκη.