ἀτενής
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ές,
A stretched, strained, κισσός S.Ant.826 (lyr.); freq. of the eyes, staring, Arist.HA492a11; τὸ ἀ. τῆς ὄψεως καὶ ἄτεγκτον D.H.5.8; τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀ. ἀπερείδεσθαι intently, Luc.Icar.12. 2 intense, excessive, ὀργαί A.Ag.71 (lyr.); ὀδυρμοί Call.Fr.1.7 P. 3 straight, direct, ἥκω δ' ἀτενὴς ἀπ' οἴκων straight from home, E.Fr.65. 4 of diseases, obstinate, ἰσχιάς prob. for ἀγεννής in Archig. ap. Aët.12.1. II of men's minds and speech, intent, earnest, ἀτενεῖ . . νόῳ Hes.Th.661, Pi.N.7.88; ἁπλοῖ καὶ ἀ., of men, Pl.R.547e; ἀ. παρρησία E.Fr.737; ἀ. ψυχή Luc.Nigr.4. 2 unbending, stubborn, ἀ. ἀτεράμων τε Ar.V.730 (lyr.); ἀστένακτος καὶ ἀ. D.H.5.8: Comp., Phld. Lib.p.44 O. III Adv. ἀτενῶς, Ion. -έως Hp.Prorrh.1.24; ἀ. ἐμβλέπειν Agatharch.41; δυσπειθῶς καὶ ἀ. ἔχειν πρός τι to be obstinately averse to, Plu.Galb.25:—more freq. in neut., ἀτενὲς ἴκελοι exceeding like, Pi.P.2.77; ἀ. ἀπ' ἀοῦς from dawn onwards, Epich.124.1; καταμαθεῖν ἀ. Id.172.4; ἀ. τηρεῖν Diph.61; ἀ. βλέπειν Plb.18.53.9.
German (Pape)
[Seite 385] ές (τείνω, α intens.), sehr gespannt, aufmerksam, ernst, νόος Hes. Ih. 66 l; Pind. N. 7, 88; ψυχή Luc. Nigr. 4; standhaft, hart, ὀργαί Aesch. Ag. 71; ἁπλοῖ καὶ ἀτενεῖς ἄνδρες Plat. Rep. VII, 547 e; καὶ ἀτεράμων Ar. Vesp. 730; κισσός, fest anhangend, Soph. Ant. 820; unerbittlich, καὶ στεῤῥός Dion. Hal. 8, 45; ἀτενὲς βλέπειν εἴς τινα, unverwandt, Pol. 18, 36; Luc. Alex. 14; τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπερείσασθαι Icarom. 12; ἀτενεῖς ὀφθαλμοί, unverwandt auf einen Punkt gerichtet, Arist. H. A. 1, 10; τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως D. Hal. 5, 8; – adv., ἀτενὲς ἴκελος, ganz gleich, Pind. P. 2, 77; ἀτενὲς ἥκω ἀπ' οἴκων, stracks, Eur. Alcm. fr. 15; ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς, gleich vom Morgen an, Epicharm. Ath. VII, 277 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτενής: -ές, (α ἀθροιστ., τείνω) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· συχν. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) σφοδρός, ἰσχυρός, δεινός, ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. παρρησία Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) ἄκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, ἀτενὴς ἀτεράμων τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· ἀστένακτος καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν πρός τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. ἀτενίζω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fortement tendu, d’où
1 fixe, attentif;
2 p. anal. droit, qui vient en droite ligne, direct;
3 ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense ou violente;
4 qui s’attache fortement à (lierre).
Étymologie: ἀ intens., τείνω.