ἀπειρότοκος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ον,
A not having brought forth, παρθενίη AP6.10 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 285] im Gebären unerfahren, παρθενία Antip. Sid. 12 (VI, 10).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρότοκος: -ον, ἄπειρος τόκου, παρθένος, Ἀνθ. Π. 6. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne connaît pas l’enfantement, vierge.
Étymologie: ἄπειρος¹, τίκτω.