ἀποτομή

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτομή Medium diacritics: ἀποτομή Low diacritics: αποτομή Capitals: ΑΠΟΤΟΜΗ
Transliteration A: apotomḗ Transliteration B: apotomē Transliteration C: apotomi Beta Code: a)potomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting off, τῶν χειρῶν X.HG2.1.32: in pl., Ti. Locr.97d.    2 piece, segment, ἀπὸ τοῦ ἀπείρου Epicur.Ep.2.p.37 U.; γῆς Ph.2.77, cf. ib. 124 (pl.), Diog.Oen.24; κόσμου Ocell.3.3; τοιαύτας ἔχειν τὰς ἀ., of the moon in eclipse, Arist.Cael.297b25, cf. 294n4, Plot.6.4.7; end cut off, Dsc.5.120.    b in Music, difference between λεῖμμα and τόνος, Gaud.Harm.14; τοῖς ἡμιτόνιοις τῷ τε ἐλάσσονι καὶ τῷ μείζονι, τουτέστι τοῦ τε λείμματος καὶ τῇ ἀ. ib.16.    c Math., compound irrational straight line equivalent to binomial surd with negative sign, Euc.10.83, al.    3 branching off, τῶν φλεβίων Arist.HA497a17; place where roads intersect, Plb.6.29.9.    4 division of an argument into sections, D.H.Is.15.    5 in Tactics, = φαλαγγαρχία (q.v.), Ascl.Tact.2.10, etc.

German (Pape)

[Seite 331] ἡ, das Abschneiden, χειρῶν Xen. Hell. 2, 2, 22; der Abschnitt, γῆς Plat. Locr. 97 d; das Kreuzen der Wege, Wegscheide, Pol. 6, 29, 9 u. Sp.; übh. Trennung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτομή: ἡ, ἡ ἐκτομή, ἀποκοπή, τῶν χειρῶν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 32 2) τεμάχιον, τμῆμα, μέρος, τᾶς γᾶς Τίμ. Λοκρ. 97D· τοιαύτας ἔχειν τὰς ἀπ., περὶ τῆς σελήνης ἐν ἐκλείψει, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 17, πρβλ. 13, 9: ― ἐν τῇ μουσικῇ, τὸ μεῖζον τμῆμαδιάστημα τοῦ τόνου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λεῖμμα, ἴδε Chappell, Ἱστορ. τῆς Μουσικῆς σ. 202. 3) διακλάδωσις, τῶν φλεβίων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 16, πρβλ. ἀπόσχισις: ― ὁδὸς ἀποτέμνουσα ἄλλην ὁδόν, διασταύρωσις, ἐπὶ τῶν διαμερισμάτων στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 9 4) διακοπὴ ἐν περιόδῳ ἢ κώλῳ, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου 15.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de couper, amputation;
2 section, coupure ; fig. en parl. d’une phrase coupée;
3 fig. embranchement (de veines) ; croisement de routes, bifurcation, carrefour.
Étymologie: ἀποτέμνω.