ἀσφαλίζω

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφᾰλίζω Medium diacritics: ἀσφαλίζω Low diacritics: ασφαλίζω Capitals: ΑΣΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: asphalízō Transliteration B: asphalizō Transliteration C: asfalizo Beta Code: a)sfali/zw

English (LSJ)

Plb.18.30.3:—mostly in Med., fut.

   A -ιοῦμαι J.BJ2.21.4, but -ίσομαι Id.AJ13.5.11, and so D.S.20.24: pf. ἠσφάλισμαι Plb.5.43.6: plpf. ἠσφάλιστο ib.7.12: aor. ἠσφαλισάμην Id.2.22.11; ἠσφαλίσθην J.Vit.62: some of these tenses are used in pass. sense (v. infr.):—fortify, τὸν τόπον Plb.18.30.3, etc.:—Pass., Id.1.42.7, 4.70.9, Ev.Matt.27.64.    b secure, BGU829.9 (i A. D.).    2 more freq. in Med., secure, ἑαυτόν Epicur.Fr.215; τὰς εἰσβολάς, τὴν χώραν, etc., Plb.2.65.6, 4.60.5, etc.; τόπους Hero Bel.101.7; τὸν ὕσπληγγα CIG 2824 (Aphrodisias); shut up, close, πύλην LXXNe.3.15; ὀφθαλμοὶ ἠσφαλισμένοι, opp. ἀνεῳγμένοι, Polem.Phgn.55; τοὺς πόδας ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον made them fast, Act.Ap.16.24.    3 secure the person of, arrest, τινά PTeb.283.19 (i B.C.), cf. PRyl.68.19 (i B.C., Pass.); seize, τὰ γενήματα ib.53.29 (ii B.C.).    4 Med., certify, ib. 2.77.40 (ii A.D.).    II Med., secure oneself against, ward off, τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν Plb.6.23.4, cf. 9.3.3: abs., safeguard oneself, J.AJ13.5.10, POxy.1033.13 (iv A. D.).    2 metaph. in Rhet., safeguard a risky metaphor, ἀ. τὰς μεταφοράς Demetr.Eloc.85:— Pass., λέξις ἠσφαλισμένη τοῖς συνδέσμοις ib.193. (The word is βάρβαρον acc. to AB456.)

German (Pape)

[Seite 381] sichern, schützen, Pol. 18, 23; bes. med., in derselben Bdtg, χώραν 4, 60; ἄκραν τείχεσι 4. 65 u. öfter; τί, gegen etwas, 6, 22. 9, 3; ἠσφάλισμαι ist sowohl pass., 1, 42 u. sonst, als act., 5, 43. Ebenso N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφᾰλίζω: [ῐ], Πολύβ. 18. 13, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον: μέλλ.-ιοῦμαι, Διόδ., Ἰώσηπ.: πρκμ. ἠσφάλισμαι Πολύβ. 5, 43, 6: ἀόρ. ἠσφαλισάμην ὁ αὐτ.· ὡσαύτως ἠσφαλίσθην ὁ αὐτ. 5. 7, 12: ― ἀλλὰ τῶν χρόνων τούτων τινὲς εὕρηνται ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, ἴδε κατωτέρ. Καθιστῶ τι ἀσφαλές, ἐξασφαλίζω, ὀχυρώνω, τόπον ἀσφαλίζειν Πολύβ. 18. 13, 3, κτλ. 2)συχνότερ. κατὰ μέσ. = τῷ ἐνεργ., ἐξασφαλίζω, τὰς πλευράς, τὴν χώραν, κτλ. ὁ αὐτ. 1.22, 10, κτλ.· ἀσφαλίζεσθαι πόδας εἰς τὸ ξύλον, συγκλείειν ἀσφαλῶς, Πράξ. τῶν Ἀποστ. ιϛ΄ , 24· ἐντεῦθεν παρὰ Βυζαντ. Φυλακίζω. 3) ἀσφαλίζομαι, ὡσαύτως ὡς παθ., καθίσταμαι ἀσφαλής, ὀχυροῦμαι, Πολύβ. 1. 42, 7., 4. 70, 9, κτλ. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ὡσαύτως καθιστῶ ἐμαυτὸν ἀσφαλῆ ἀπὸ τινος, ἀποκρούω, τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ὁ αὐτ. 6. 23, 4, πρβλ. 9. 3, 3. ― Κατὰ τὰ Α.Β. σ. 456, 27, «ἀσφάλεια μὲν καὶ ἀσφαλὲς Ἑλληνικά, τὸ δὲ ἀσφαλίζεσθαι βάρβαρον» δηλ. ἀδόκιμον. ― Παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐλέγετο κατὰ περίφρασιν ἀείποτε: ποιῶ τι ἀσφαλές, καθίστημι ἀσφαλές, ἀσφάλειαν παρέχω, δίδωμι, κλπ.

French (Bailly abrégé)

assurer, fortifier (un lieu, un pays) ; Pass. être fortifié;
Moy. ἀσφαλίζομαι;
I. tr. 1 mettre en sûreté, fortifier, garantir;
2 mettre en lieu sûr, s’assurer de quelqu’un (le tenir sous surveillance), enfermer, emprisonner;
II. intr. se mettre en garde, prendre ses sûretés : τι contre qch.
Étymologie: ἀσφαλής.