αὔλιος

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλιος Medium diacritics: αὔλιος Low diacritics: αύλιος Capitals: ΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: aúlios Transliteration B: aulios Transliteration C: aylios Beta Code: au)/lios

English (LSJ)

α, ον, (αὐλή I)

   A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr.539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E.Ion500 (lyr.).    II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 393] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος θύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλιος: -α, -ον, (αὐλή Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ αὔλειος ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος αὐλή, παράγει δὲ τὸ αὔλιος ἐκ τοῦ αὐλός)· - ἀλλ’ ἀστὴρ αὔλιος, εἶναι ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «αὔλιον ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ ἕσπερος ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. αὔλιος θύρα = αὔλειος, Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne l’étable, la bergerie ou les bergers ; ἀστὴρ αὔλιος l’étoile du berger ; p. ext. rustique, selon d’autres qui résonne du son de la flûte;
2 c. αὔλειος.
Étymologie: αὐλή, ou αὐλός pour le dernier sens.