αὐχενίζω
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
(αὐχήν)
A cut the throat of... S.Aj.298. 2 seize by the throat: metaph., κῆρες αὐ. ψυχήν Ph.1.654; λόγους παλαίσμασι ib.676:—Pass., 2.372. 3 bind the neck with a ligature, Hippiatr.10.
German (Pape)
[Seite 405] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. λαιμοτομέω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχενίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) ἀποκόπτω τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, ἀποκεφαλίζω, τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. ἄγχω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ηὐχένιζον;
1 décapiter, égorger;
2 comprimer le cou ; étouffer.
Étymologie: αὐχήν.