ἀφειδέω

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφειδέω Medium diacritics: ἀφειδέω Low diacritics: αφειδέω Capitals: ΑΦΕΙΔΕΩ
Transliteration A: apheidéō Transliteration B: apheideō Transliteration C: afeideo Beta Code: a)feide/w

English (LSJ)

   A to be unsparing, lavish of, ψυχῆς S.El.980; τοῦ βίου Th. 2.43; σφῶν αὐτῶν ib.51; τῶν σωμάτων Lys.2.25: abs., ἀφειδήσαντες [πόνου, or the like ] ungrudgingly, Hp.Art.37; recklessly, E.IT 1354.    II take no care for, neglect, εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου S.Ant. 414 (s. v. l.); reck not of, μαινομένης θαλάσσης Musae.303; βασιλῆος, ἀέθλων, τοκήων A.R.2.98 (ἀκήδησαν Choerob.), 869, 3.630; Ἀφροδίτης Nonn.D.8.217: also in Prose, Str.1.2.6.

German (Pape)

[Seite 408] nicht schonen, nicht sparen, τινός, z. B. ψυχῆς Soph. El. 968; βίου Thuc. 2, 43; σφῶν αὐτῶν 2, 51, wie Plut. Poplic. 9; σώματων Lys. 2, 25; τῶν ἀλλοτρίων, fremdes Gut verschwenden; absolut Eur. I. T. 1354; ohne Rücksicht, ἀφειδήσαντες ἕλεσθε τὸν ἄριστον Ap. Rh. 1, 338; θαλάσσης, nicht achten, Mus. 302; vernachlässigen, πόνου Soph. Ant. 410, sich der Arbeit entziehen; vgl. βασιλῆος Ap. Rh. 2, 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀφειδής, ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· ἑαυτοῦ αὐτόθι 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ αὐτοῦ, ἀποφύγῃ τὸν κόπον, ὥστε τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ περίπου τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀφειδήσω, ao. ἠφείδησα, pf. ἠφείδηκα;
1 ne pas épargner, ne pas ménager (sa vie, sa peine, etc.), gén.;
2 ne faire aucun cas de, négliger, se soustraire à, gén..
Étymologie: ἀφειδής.