αὐχμώδης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ες,
A dry, τὸ αὐ. drought, Hdt.1.142; ἔτη Arist.HA 602a13; χώρα αὐχμωδεστέρα Thphr.HP8.1.6; arid, CP3.10.1; squalid, κόμη E.Or.223; σάρξ Plu.2.688d; of colour, dull, αἱματῖτις Thphr.Lap.37.
German (Pape)
[Seite 406] ες, dürr, trocken, dem ὑγρόν entgegengesetzt, Her. 1, 142; verwildert, κόμη Eur. Or. 223; τόπος Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχμώδης: -ες, (εἶδος) αὐχμηρός, στυγνός, τὸ αὐχμῶδες, ξηρασία, Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19· χώρα αὐχμωδεστέρα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 1, 6· κόμη Εὐρ. Ὀρ. 223· σάρξ Πλούτ. 2. 688D· πρβλ. αὐχμηρός.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’air desséché, sec ; τὸ αὐχμῶδες la sécheresse.
Étymologie: αὐχμός, -ωδης.