διάλυσις

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλῠσις Medium diacritics: διάλυσις Low diacritics: διάλυσις Capitals: ΔΙΑΛΥΣΙΣ
Transliteration A: diálysis Transliteration B: dialysis Transliteration C: dialysis Beta Code: dia/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (διαλύω)

   A separating, parting, δ. τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Pl.Grg.524b; δ. τοῦ σώματος its dissolution, Id.Phd.88b, cf. Democr.297; τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ δ. the failure to break the bridges, Th.1.137; disbanding of troops, X.Cyr.6.1.3; breaking up of an assembly, opp. συλλογή, Pl.Lg.758d; δ. ἀγορῆς the time of its breaking up, Hdt.3.104; τὴν δ. ἐποιήσαντο broke off the action, Th.1.51; χρεῶν δ. liquidation of debts, Pl.Lg.684d, cf. POxy.104.20 (i A. D.), etc.; δ. γάμου divorce, Plu.Sull.35, etc.; ἡ φθορὰ δ. οὐσίας Arist.Top.153b31: hence abs., dissolution, opp. σύνθεσις, Id.Cael.304b29, cf. Thphr. Ign.37; διάκρισις καὶ δ. Pl.Phlb.32a; opp. γένεσις, Phld.D.3.6; resolution into elements, e.g. of words into letters, D.H.Comp.14; dissolution of friendship, Arist.EN1164a9, 1 165b36; of partnerships, κοινωνίαι καὶ -σεις Pl.Lg.632b; συμμαχία καὶ δ. Arist.Pol.1298a5.    2 ending, cessation, κακῶν E.Ph.435; πολέμου Th.4.19, v.l. in Isoc.6.51: abs., cessation of hostilities, Com.Adesp.21.23 D.; settlement, compromise, IG12(2).6.20 (Mytilene, iv B.C.), PAmh.2.63.9 (iii A.D.), etc.: in pl., settlement of a dispute, ἠξίου δὲ καὶ πρὸς ἔμ' αὑτῷ . . γίγνεσθαι τὰς διαλύσεις D.21.119, cf. Phoenicid.1.    3 solution of a problem, A.D.Synt.243.11; χρησμῶν Luc.Alex.49.    4 refutation of an argument, S.E.P.2.238.    5 resolution of a diphthong: ἐν διαλύσει, = διαλελυμένως, A.D.Pron.29.13.    6 Rhet., asyndeton, Alex.Fig.2.12, etc.    7 discharge, χορηγιῶν PRyl. 181.10 (iii A.D.); τῶν χρεωστουμένων POxy.71.13 (iv A.D.).    8 deed of separation or divorce, PLips.39.10 (iv A.D.); ἔγγραφος δ. PMasp.153.16 (vi A.D.).    9 division of inheritance, Sammelb. 6000.22 (vi A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

διάλῠσις: -εως, ἡ, (διαλύω) ἡ ἐλευθέρωσίς τινος ἀπό τινος, χωρισμός, διαχώρισις, δ. τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Πλάτ. Γοργ. 524Β· δ. τοῦ σώματος, ἡ διάλυσις αὐτοῦ εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 88Β· ἡ δ. τῆς γεφύρας, ἡ καταστροφὴ αὐτῆς, Θουκ. 1. 137· ἐπὶ διαλύσεως στρατευμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 3· ἡ διάλυσις συνόδου, συλλογου, ἀντίθ. σύλλογος, Πλάτ. Νόμ. 758D· δ. ἀγορᾶς, ὁ καιρὸς καθ᾽ ὃν ἀπέρχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἑπομένως παύει ἡ ἀγορά, Ἡρόδ. 3.104· τὴν δ. ἐποιήσαντο, ἐτελείωσαν τὴν μάχην, Θουκ. 1. 51· χρεῶν δ., πληρωμή, ἀπάλειψις, Πλάτ. Νόμ. 654D, πρβλ. διαλύω Ι. 7· δ. γάμου, διαζύγιον, Πλούτ. Σύλλ. 35, κτλ.·-ἡ φθορὰ δ. οὐσίας Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7·-ἐντεῦθεν ἀπολ. , διάλυσις, ἀντίθ. σύνθεσις, ὁ αὐτ. Οὐρ. 3. 6, 2, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 32Α· διάρρηξις φιλίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 3., 9. 3, 5, πρβλ. Πλάτ. Νομ. 632Β. 3) τέλος, παῦσις, κακῶν Εὐρ.Φοιν. 435· πολέμου Θουκ. 4. 19, Ἰσοκρ. 126D· ἀπολ., παῦσις τῶν ἐχθροπραξιῶν, συνθήκη εἰρήνης, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἠξίου δὲ καὶ πρὸς ἐμὲ αὐτῷ… γίγνεσθαι τὰς διαλύσεις Δημ. 553. 20, πρβλ. Φοινικίδ. Αὐλ. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 dissolution : τοῦ σώματος PLAT décomposition du corps ; γεφυρῶν THC rupture des ponts ; fig. διάλυσις γάμου PLUT rupture d’une union, divorce;
2 cessation, fin : πολέμου THC d’une guerre.
Étymologie: διαλύω.