δοάσσατο
English (LSJ)
Homeric aor. form, mostly impers., = Att. ἔδοξε,
A it seemed, in phrase ὧδε δέ (or ὣς ἄρα) οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι so it seemed to him to be best, Il.13.458, Od.5.474, al.; also ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται (Ep. for δοάσσηται) ἄκρον ἱκέσθαι till the nave appear even to graze, Il.23.339. II for δοάσσαι, δοάσσατο, as used by A.R., v. δοιάζω. (For δο-άσσατο: δέ-ατο cf. τροχ-άζω: τρέχω.)
German (Pape)
[Seite 651] es schien, es däuchte, aorist., oder mit der dem aorist. gewöhnlichen Bdtg des Anfangens = es begann zu dünken, es gewann den Anschein; verwandt δέατο, δέαμαι, Wurzel ΔιF-, δοάσσατο entst. aus δFάσσατο, διFάσσατο, praes. δίFαμαι, vgl ἔραμαι ἠράσσατο, s. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 146. Bei Homer Formel ὧδε δέ οἱ (ὧδε δέ μοι, ἃς ἄρα οἱ) φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, als er aber nachsann, fieng es an (begann es) ihm so besser zu scheinen, Iliad. 13, 458. 14, 23. 16, 652 Odyss. 5, 474. 6, 145. 10, 153. 15, 204. 18, 93. 22, 338. 24, 239; Iliad. 23, 339 ἐν νύσσῃ δέ τοι ἵππος ἀριστερὸς ἐγχριμφθήτω, ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι κύκλου ποιητοῖο· λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν, bis es den Anschein gewonnen haben wird, daß die Nabe des Rades an das Aeußerste der νασσα hinanreiche, δοάσσεται conjunctiv. = δοάσσηται, syntactisch futur. exact. – Apoll. Rh., bei dem δοάσσατο 3, 770 »zweifelhaft sein«, »zweifeln« heißt, scheint es von δοιάζω abgeleitet zu haben, welches vgl.
Greek (Liddell-Scott)
δοάσσατο: Ὁμηρ. τύπος ἀορ. ἐν χρήσει ὡς ἀπρόσωπ., = τῷ Ἀττ. ἔδοξε, ἐφάνη, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὧδε δέ (ἢ ὣς ἄρα) οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, οὕτως ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὅτι ἦτο συμφορώτερον, Ἰλ. Ν. 458, Ὀδ. Ε. 474 κ. ἀλλ.˙ - πλὴν ἐν Ἰλ. Ψ. 339, ὡς ἄν τοι πλήμνῃ γε δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι (Ἐπ. ἀντὶ δοάσσηται). - Ὁ ὑποτιθέμενος παρατατ. ἀεικέλιος δόατ’ εἶναι Ὀδ. Ζ. 242, μετετράπη ἀπὸ τοῦ Wolf εἰς δέατ’, ἴδε δέατο. (Σχέσιν πρὸς τὸ δοκεῖν ὑποθέτει ὁ Βουττμ. Λεξιλ.˙ ἴδε δέαται, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς √ΔΕϜ, ΔΙϜ, δῐος). ΙΙ. τὰ δὲ δοάσσαι, δοάσσατο, ὡς μεταχειρίζεται αὐτὰ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ., ἀνήκουσιν εἰς τὸ ῥῆμα δοιάζω.
French (Bailly abrégé)
v. δοάζω.