ἑαυτοῦ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, pl. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς άς, ά: Ion. ἑωυτοῦ SIG57.44 (Milet., v B. C.), etc.; also
A ωὑτῆς Herod. 6.84, ωὑτέου Aret.SA1.7 (Ion. ἑωυ- by contraction of ἕο αὐ-, from which also Att. ἑᾱυ-, freq. written ἑατοῦ in Pap. and Inscrr., as SIG 774.2 (Delph., i B.C.): Att. contr. αὑτοῦ, etc., which is the usual form in Trag., though ἑαυτοῦ, etc., are used (though rarely) when the metre requires, A.Pr.188 (anap.), al.; in Att. Inscrr. αὑτοῦ prevails after B.C. 300; Cret. ϝιαυτοῦ Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34; Dor. αὐταυτοῦ, αὐσαυτοῦ (q. v.); Thess. εὑτοῦ (dat.), IG9(2).517.16: gen.pl. ηὑτῶν Schwyzer 251 A 44 (Cos):—reflex. Pron. of 3rd pers., of himself, herself, itself, etc.; first in Alc.78, Hdt., and Att. (Hom. has ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἑ αὐτόν): αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό (v.l. -τοῦ) itself by itself, absolutely, Pl.Tht.152b; αὐτὸ ἐφ' αὑτοῦ ib. 160b; ὅταν τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος σπεύδῃ Th.1.141; αὐτὸ καθ' αὑτό Pl.Tht.157a; αὐτὰ πρὸς αὑτά ib.154e; ἀφ' ἑαυτῶν, ἑαυτοῦ, of themselves, himself, Th. 5.60, X.Mem.2.10.3; ἐφ' ἑαυτοῦ, v. ἐπί; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ., v. ἐν, ἐντός; παρ' ἑαυτῷ at his own house, ib.3.13.3, etc.: esp. with Comp. and Sup., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν they surpassed themselves, Hdt.8.86; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν continually richer, Th.1.8; θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Pl.Prt.350a, cf. d; τῇ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον at its very greatest length, Hdt.2.8, cf. 149, 4.85,198. II in Att., Trag., and later, αὑτοῦ, etc., is used for the 1st or 2nd pers., as for ἐμαυτοῦ, αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ A.Ch.221, cf. S.OT138, etc.; for σεαυτοῦ, μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα A.Ag.1297, cf.1141, Pl.Phd.101c (v.l.), Ph.Bel.59.16, etc.: so in pl., τὰ αὑτῶν( = ἡμῶν αὐτῶν) ἐκποριζώμεθα Th.1.82; δώσομεν ἑαυτούς Epicur.Sent.Vat.47; ἐφ' ἑαυτοῖς by ourselves, LXX 1 Ki.14.9, cf. PPar.47.26 (ii B. C.), 2 Ep.Cor.7.1, etc.; ἑαυτῶν, = ὑμῶν αὐτῶν, PPar. 63.128 (ii B. C.). III pl., ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, etc., is sts. used for ἀλλήλων, ἀλλήλοις, one another, διάφοροι ἑωυτοῖσι Hdt.3.49; παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Th.4.25, etc.; καθ' αὑτοῖν one against the other, S. Ant.144 (anap.); πρὸς αὑτούς D.18.19; περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται Id.4.10, cf. Pl.Ly.215b.
German (Pape)
[Seite 698] ἑαυτῆς, οῦ, ion. ἑωυτοῦ, att. zsgz. αὑτοῦ, pron. reflex. der dritten Person, seiner selbst, sich selbst; ἑαυτὸν σφάττειν, Her. u. Att.; nicht selten findet sich bes. bei Sp. dafür auch αὐτοῦ. Bei Hom. immer getrennt ἕο αὐτοῦ u. s. w. Ueber die Verbindungen ἀφ' ἑαυτοῦ, ἐφ' ἑαυτοῦ, καθ' ἑαυτόν u. ähnliche s. die Präpositionen. Daß im Attischen der gen. ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν für das Pronomen possessivum der dritten Person gebraucht wird, wo sich dies auf das Subject des Satzes bezieht, lehrt die Grammatik. Zu bemerken ist 1) daß die Griechen, wenn das subj. scharf bestimmt ist, ἑαυτοῦ auch für die erste u. zweite Person des reflexivi gebrauchen. Dies ist bei Attikern, bes. im plur. nicht eben selten, wobei nach Herm. zu Soph. O. R. 707 u. Ar. Nubb. 1459 gewöhnlich der Gegensatz der Personen mehr hervorgehoben wird; zunächst scheint die kürzere Form für den Plural die Veranlassung zu diesem Gebrauch gewesen, für welchen allein Apollon. de Syntax. III, 2, 3 ihn gelten läßt, ἑαυτοὺς ὑβρίσαμεν, nicht ἑαυτὸν ὕβρισας; vgl. Bernhardy Synt. p. 272, der von Xen u. Isocrat. den Gebrauch im sing. beginnen läßt; δεῖ δέ με καὶ ὑπὲρ Λυκίνου ἀπολογήσασθαι, ἀλλ' οὐχ ὑπὲρ αὑτοῦ μόνον Antipho 5, 60; ἃ τοῖς αὑτοῦ παισὶν ἂν συμβουλεύσειας, τούτοις αὐτὸς ἐμμένειν ἀξί. ου Isocr. 2, 38; παρέλιπον οἰκετῶν εἶναι στάσιν ἔνδον παρ' ἑαυτῷ Men. bei Schol. Il. 21, 389; εἰς πέλαγος ἑαυτὸν ἐμβαλεῖς γὰρ πραγμάτων id. Ath. XIII, 559 d; γυμνοῦθ' αὑτοὺς θᾶττον ἅπαντες Alexis ib. X, 417 e. – 2) daß der plur. für ἀλλήλων, ἀλλήλοις steht, Her. 3, 49 u. öfter bei den Attikern, z. B. Thuc. 4, 25; Xen. Mem. 2, 7, 12. 3, 5, 16; πρὸς αὑτὰς πολλὰ λαλούσας Antiphan. Ath. X, 450 e; vgl. Heind. Plat. Lys. 215 b Parm. 133 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑαυτοῦ: ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, ὁ πληθυντ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς, Ἰων. ἑωυτοῦ, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. αὑτοῦ, κτλ., ὅπερ εἶναι ὁ συνήθης τύπος παρὰ Τραγ., ἂν καὶ τὸ ἑαυτοῦ, κτλ., ἀπαντῶσιν ὅπου τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 186, 702, 890, κτλ.· Δωρ. αὐταύτου, ἴδε ἐν λέξει. Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμ. τοῦ γ΄ προσώπ., Λατ. sui, sibi, se, κτλ.· πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. (ὁ Ὅμ. ἔχει ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἓ αὐτόν): - πολλαχοῦ εἶναι ἀδιάφορον ἂν γράψωμεν αὐτοῦ ἢ αὑτοῦ, κτλ., καὶ τούτου ἕνεκεν αἱ ἐκδόσεις διαφέρουσιν, ἴδε Βουττμ. Δημ. κ. Μειδ. 140: - αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ἀσχέτως, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Β· αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, αὐτόθι 160C· τὸ ἐφ’ ἑαυτὸν Θουκ. 1. 141· αὐτὸ καθ’ αὑτὸ Πλάτ. Θεαίτ. 157Α· αὐτὰ πρὸς αὐτὰ αὐτόθι 154Ε: - ἀφ’ ἑαυτοῦ Θουκ. 5. 60, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 3· ἐφ’ ἑαυτοῦ, ἴδε ἐπὶ Ι. 1. δ· ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ., ἴδε ἐν Ι. 1, ἐντός· - παρ’ ἑαυτῷ, ἐν τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3, κτλ.: - ἔχει ἰδιαιτέραν τινὰ χρῆσιν μετὰ συγκριτ. καὶ ὑπερθ., πλουσιώτεροι ἑαυτῶν Θουκ. 1. 8· θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Πλάτ. Πρωτ. 350Δ, πρβλ. Δ· οὕτω, τῇ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον, ἔνθα ἔχει τὸ μέγιστον μῆκος, Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 149., 4. 85, 198· βελτίστους ἑαυτῶν γίγνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους ὅταν πρὸς τοὺς θεοὺς βαδίζωσιν Πλουτ. Ἠθ. 413Β. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. αὑτοῦ, κτλ., οὐχὶ σπανίως κεῖται ἀντὶ τοῦ α΄ ἢ β΄ προσώπου, ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 221, 1014, Σοφ. Ο. Τ. 138, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. x. s. v.· ἀντὶ σεαυτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, 1297, κτλ. ΙΙΙ. ὁ πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, κτλ., κεῖται ἐνίοτε ἀντὶ ἀλλήλων, ἀλλήλοις, Ἡρόδ. 3. 49, Θουκ. 4. 25, κτλ.· καθ’ αὑτοῖν, ἐναντίον ἀλλήλων, Σοφ. Ἀντ. 145· πρὸς αὑτοὺς Δημ. 231. 12· περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται ὁ αὐτ. 43. 7· πρβλ. Heind. Πλάτ. Λύσ. 215Β, Παρμ. 133Β.
French (Bailly abrégé)
ῆς, οῦ;
contr. αὑτοῦ, ῆς, οῦ ; acc. neutre ἑαυτό ; gén. pl. ἑαυτῶν, etc.
1 de soi-même, à soi-même, soi-même : πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι THC devenant plus riches qu’ils n’étaient ; παρ’ ἑαυτῷ XÉN dans sa propre maison, chez soi ; ce qu’on possède ; αὐτὸ καθ’ αὑτό, αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτό, αὐτὸ ἐφ’ αὑτοῦ, de soi-même, càd absolument ; ἑαυτοῦ εἶναι PLUT être son maître, être indépendant ; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι XÉN revenir à soi, redevenir maître de soi;
2 chez les Att., au plur. et qqf au sg. pour les pronoms de la 1ᵉ et de la 2ᵉ pers. (ἐμαυτοῦ, σεαυτοῦ) ; au pl. p. ἡμῶν αὐτῶν, ἡμᾶς αὐτούς, etc. ; ἴστε ἡμᾶς Φωκίδα ὑφ’ ἑαυτοὺς πεποιημένους DÉM vous savez que nous avons soumis la Phocide à notre propre domination;
3 au pl. p. ἀλλήλων, ἀλλήλοις, des uns aux autres, les uns aux autres : φθονοῦντες ἑαυτοῖς μισοῦσιν ἀλλήλους XÉN se portant mutuellement envie, ils se haïssent les uns les autres ; περιϊόντες αὑτῶν πυνθάνονται DÉM circulant (sur la place) ils s’informent les uns auprès des autres.
Étymologie: ἕ, αὐτός.