Δωρίς
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ίδος, ἡ. fem. Adj. Dorian,
A ἐσθής Hdt.5.88; φωνή Th.6.5, etc.: hence, 1 Δ. νᾶσος the Dorian island, of Aegina and Peloponnesus, Pi.N.3.3, S.OC696 (lyr.), etc. 2 (with or without γῆ) Doris, in Northern Greece, Hdt.8.31, Plu.Them.9, etc. 3 Δ. κόρα a Dorian damsel, E.Hec.934 (lyr.). 4 (sc. κοπίς) Dorian knife used at sacrifices, Id.El.819. 5 Δωρίς, = ἔχιον, Dsc.4.27. b = λεοντοπέταλον, Ps.- Dsc.3.96 (also δωριπτερίς ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
Δωρίς: -ίδος, ἡ θηλ. ἐπίθ. =Δωρική, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· φωνὴ Θουκ. 6. 5, κτλ.· ἐντεῦθεν, 1) Δωρὶς νᾶσος, ἡ Δωρικὴ νῆσος, δηλ. ἡ Πελοπόννησος, Πίνδ. Ν. 3. 5, Σοφ. Ο. Κ. 695, κτλ. 2) (μετὰ τοῦ γῆ ἢ ἄνευ αὐτοῦ) ἡ Δωρίς, ἐν τοῖς βορείοις τῆς Ἑλλάδος, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ., κτλ. 3) Δ. κόρα, Δωρικὸν κοράσιον, Εὐρ. Ἑκ. 934. 4) (ἐνν. κοπὶς) Δωρικὴ μάχαιρα ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Εὐρ. Ἠλ. 819 (κατὰ Seidl. ἀντὶ δορίδ’, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου· κατὰ δὲ τὸν Nauck δορίδ’ ἀναρπάξας).
French (Bailly abrégé)
1ίδος
1 adj. dorien, dorienne;
2 ἡ Δωρίς (γῆ) Doride, contrée de Grèce.
Étymologie: Δωριεύς.
2ίδος (ἡ) :
Dôris (la Dorienne), Néréide.
Étymologie: Δωρίς.