ἔγκυκλος

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκυκλος Medium diacritics: ἔγκυκλος Low diacritics: έγκυκλος Capitals: ΕΓΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: énkyklos Transliteration B: enkyklos Transliteration C: egkyklos Beta Code: e)/gkuklos

English (LSJ)

ον,

   A circular, δίνη Epicur.Ep.2p.52U.; round, Matro Conv.116, Ezek.Exag.77. Adv.-ως Gal.18(2).439.    II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th.261, Lys.113; ἐ. ποικίλον IG2.754.48.    III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 711] = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῦς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκυκλος: -ον, κυκλικός, στρογγύλος, μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, γυναικεῖον ἱμάτιον, «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, γυναικεῖον ἦν ποτε φόρημα, φησὶ γοῦν Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον ἱμάτιον καὶ χιτὼν γυναικεῖος, ὃν ἔνδοθεν ἐνδύονται γυναῖκες, εἶτα τὸ ἔνδυμα» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.
Étymologie: ἐν, κύκλος.