ἐπιστρεφής
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ές,
A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W. 2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. -έστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10. II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24. 2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.
German (Pape)
[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεφής: -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν αὐτοῦ εἴς τι, προσεκτικός, ἄγρυπνος, ῥήτωρ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3. 2) ἀκριβής, αὐστηρός, καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― οὕτως, ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. πάνυ καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 5. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. εὔστροφος, Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, ποικίλος, φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se tourne vers ou sur ; attentif, soigneux, vigilant.
Étymologie: ἐπιστρέφω.