σφίγγω
English (LSJ)
Emp.38.4, etc.: fut.
A σφίγξω AP12.208 (Strat.): aor. ἔσφιγξα Alex.31, AP10.75 (Pall.), etc.:—Med., aor. ἐσφιγξάμην Hermesian.7.81, Nonn.D.15.247, al.:—Pass., aor. ἐσφίγχθην AP6.331 (Gaet.), (ἀπ-) Hp.Mochl.35: pf. ἔσφιγμαι D.H.7.72, Luc.Musc. Enc.3; inf. ἐσφίγχθαι Demetr.Eloc.244, Philostr.VA2.13: plpf. συνέσφικτο Procop.Gaz. p.168B.:—bind tight, bind fast: I of the person or thing bound, ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε A.Pr.58; σφίγγετ', ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Theoc.10.44; κεκρύφαλοι σ. τεὴν τρίχα; AP5.259 (Paul. Sil.); κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Luc. Asin.24; σ. πύλας shut close, AP5.293.5 (Agath.); τόκους clutch, ib. 11.289 (Pall.); σ. τὴν φράσιν straiten, abridge, Plu.2.1011e, cf. Demetr.Eloc.244; πολλῷ χρόνῳ τὸν λόγον σφίγξαντες having severely restrained their utterance, Plu.2.6e:—Pass., ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theoc.7.17; σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου D.S.12.17; σφιγχθεὶς χέρας APl.4.198 (Maec.); σ. δράκοντι AP6.331 (Gaet.); οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Luc.Musc.Enc.3:—also Med. (in act. sense), Hermesian.7.81, Nonn.D.13.11, al. 2 of the thing used in binding, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε you tied knots fast, i.e. raised all sorts of difficulties, Pherecr.21; σ. τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος Alex.31; σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην AP5.178 (Mel.); σφίγγουσα τὰ πρὸς τοῖς γόνασι (sc. σπάργανα) Sor.1.84; νεβρίδα στέρνοισι Nonn.D.1.36; πέπλα . . ἑῷ καρήνῳ Musae.252; σφιγχθεὶς στέφανος AP12.135 (Asclep.). II bind or hold together, αἰθὴρ σ. περὶ κύκλον ἅπαντα Emp.38.4; σ. πάντα Pl.Ti.58a; ὁ ὠκεανὸς σ. τὴν οἰκουμένην Arist.Mu.393b9, cf. Melinno ap.Stob.3.7.12, AP5.293.20 (Agath.). 2 tie up in a bundle, ἀργύριον LXX 4 Ki.12.10. 3 tighten up, τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα σ. Gal.6.91; of astringents, ib.477; σύες . . τοῖς ἄρρεσιν ἐμφερῶς ἐσφιγμέναι sows with firm flesh like boars, Sor.1.30; ὑπὸ τῆς ἐμφύτου θερμασίας ἀναχαλᾶται τῶν ἐσφιγμένων ἕκαστον Id.2.10. 4 press together, πόδας . . κατὰ γαστέρος Batr.71; χεῖρας ib.88.
Greek (Liddell-Scott)
σφίγγω: μέλλ. σφίγξω Ἀνθόλ. Π. 12. 208· ἀόρ. ἔσφιγξα Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι» 2, Ἀνθολ., κλπ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσφιγξάμην Ἑρμησιάναξ. 81, Νόνν. ― Παθ., ἀόρ. ἐσφίγχθην Ἀνθολ. Π. 6. 331. (ἀπ-) Ἱππ. 860D· πρκμ. ἔσφιγμαι Διον. Ἁλ. 7. 72, Λουκ., ἀπαρέμ. ἐσφίγχθαι ἢ ἐσφίχθαι, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐντεῦθεν Σφίγξ, σφιγκτήρ, σφιγκτός, σφίγμα· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει καὶ τὸ φιμὸς καὶ τὸ Λατ. fī-lum (fig-lum), fig-o πρὸς ταύτην τὴν ῥίζαν). Ὡς καὶ νῦν, δένω σφιγκτά, δυνατά, σφίγγω: 1) ἐπὶ τοῦ δενομένου προσώπου ἢ πράγματος, σφ. πόδας, χεῖρας Βατραχομυομ. 71, 88· ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε Αἰσχύλ. Πρ. 58· σφίγγετ’, ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Θεόκρ. 10. 44· κεκρύφαλοι σφ. τὴν τρίχα Ἀνθ. Π. 5. 260· κρεμᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Λουκ. Ὄν. 24· σφ. πύλας, κατακλείω, Ἀνθ. Π. 5. 294· σφ. τόκους, περισφίγγω, κρατῶ σφιγκτῶς, αὐτόθι 11. 289· σφ. τὴν φράσιν, περικόπτω, συντέμνω, Πλούτ. 2. 1014F, πρβλ. Δημήτρ. Φαλ. § 244· ἀλλά, σφ. λόγον, σταματῶ τὸν λόγον μου, δένεται ἡ γλῶσσά μου Πλούτ. 2. 6Ε. ― Παθ., ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Θεόκρ. 7. 17 σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου Διόδ. 12. 17· σφιγχθεὶς χέρας Ἀνθ. Πλαν. 198· σφ. δράκοντι ὁ αὐτ. Π. 6. 331· οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 3· ― ὡσαύτω ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφ. πλοκάμους, δένω τὴν κόμην μου, περιδένω, Χριστοδ. Ἔκφρ. 273· καὶ ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἑρμησιάν. 81. Νόνν. 2) ἐπὶ τοῦ πράγματος ὅπερ χρησιμεύει ὡς δεσμός, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε σφιγκτῶς κόμβους, δηλ. ἠγείρετε παντὸς εἴδους δυσκολίας, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ καλῶς ἔσφιγξας λυθεῖσαν Ἄλεξ ἐν «Ἀχαΐδι» 2· σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην Ἀνθ. Π. 5. 179· νεβρίδα στέρνοισι Νόνν. Δ. 1. 36· πέπλον ἑῷ καρήνῳ Μουσαῖ 252· σφιγχθεὶς στέφανος Ἀνθ. Π. 12. 135. ΙΙ. περιδένω, περιέχω, περισφίγγω, κρατῶ ὁμοῦ, αἰθὴρ σφ. περὶ κύκλον ἅπαντα Ἐμπεδ. 236 σφ. πάντα Πλάτ. Τίμ. 58Α· ὁ ὠκεανὸς σφ. τὴν οἰκουμένην Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 11· πρβλ. Μελιννὼ παρὰ Στοβ. 87. 26, Ἀνθ. Π. 5. 294, 20.
French (Bailly abrégé)
f. σφίγξω, ao. ἔσφιγξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσφίγχθην, pf. ἔσφιγμαι;
étreindre ; étreindre qqn pour l’embrasser ; fig. resserrer, condenser : φράσιν PLUT son style ; λόγον PLUT sa parole.
Étymologie: R. Σφιγ, serrer ; cf. lat. figo.